Αντρικά Υποδήματα
Τα αντρικά υποδήματα στην ποντιακή φορεσιά
Διαφορετικούς τύπους υποδημάτων φορούσαν οι άνθρωποι στον Πόντο. Αυτά είναι τα κυριότερα:
Γεμενία: Πήραν το όνομά τους από την Υεμένη.Τα κατασκεύαζαν από δέρμα κατσίκας. Ήταν πολύ μαλακά με γυριστές μύτες. Οι σόλες τους ήταν πολύ λεπτές έως ανύπαρκτες. Το ύψος των υποδημάτων έφτανε στον αστράγαλο. Τα φορούσαν οι άντρες με τη ζίπκα σε συνδυασμό με τα «μέστια». Το χρώμα τους ήταν μαύρο.
Τσάπουλας: Ανδρικά υποδήματα παρόμοια με τα γεμενία. Οι διαφορές τους ήταν οι εξής: Το δέρμα που χρησιμοποιούσαν για τα τσάπουλας ήταν σκληρό και οι μύτες των παπουτσιών δεν ήταν γυριστές. Οι σόλες ήταν μισό εκατοστό και ήταν από δέρμα πολύ σκληρό. Το τακούνι, 1,5 εκ. από πολύ σκληρό δέρμα ή ξύλο. Το χρώμα τους ήταν μαύρο ή καφέ σκούρο. Τα φορούσαν με τη ζίπκα σε συνδυασμό με τα μέστια ή σκέτα με την καραβόνα. Το ύψος τους έφτανε στον αστράγαλο.
Μέστια (περικνημίδες): Τα κατασκεύαζαν από πολύ μαλακό και ακατέργαστο δέρμα. Τα μέστια κάλυπταν τις γάμπες. Το ύψος τους ξεκινούσε από το γόνατο και κατέληγε στον αστράγαλο. Στο εσωτερικό της γάμπας είχαν μικρές τρύπες απ’ όπου περνούσαν δερμάτινο κορδόνι για να τα δένουν σφιχτά στα πόδια. Χαμηλά κάτω προ εξείχαν δερμάτινες γλώσσες οι οποίες κάλυπταν το πάνω μέρος μπροστά των παπουτσιών. Τα μέστια τα φορούσαν σε συνδυασμό με τα γεμενία ή τα τσάπουλας.
Ρώσικες μπότες: Τα «πότας», έτσι τα αποκαλούσαν οι Πόντιοι, μετά την έλευση του ρωσικού στρατού στην Τραπεζούντα (Πόντο) το 1914-1918. Οι Έλληνες της περιοχής υιοθέτησαν τα συγκεκριμένα υποδήματα τα οποία αντικατέστησαν τα τσάπουλας σε πολύ μεγάλο βαθμό. Τις φορούσαν κυρίως οι προεστοί με τα φράγκικα ή τα στενά (ευρωπαϊκά κουστούμια). Ρώσικες μπότες όμως φορούσαν και οι «ζιπκαλήδες». Ήταν μονοκόμματα υποδήματα κατασκευασμένα από μαλακό δέρμα. Μπροστά σχημάτιζαν μυτερό ημικύκλιο. Οι σόλες ήταν από σκληρό δέρμα μισού εκατοστού ενώ τα τακούνια από σκληρό δέρμα ενός εκατοστού. Το ύψος στις συγκεκριμένες μπότες έφτανε στο γόνατο. Το δέρμα ήταν τόσο μαλακό που στο μέσο της γάμπας σχημάτιζε πτυχές (ζάρες). Στο εσωτερικό τους είχαν φερμουάρ. Το χρώμα τους ήταν μαύρο, γκρι και καφέ σκούρο.
Κουντούρας: Άκαμπτα παπούτσια με τακούνι. Ήταν κατασκευασμένα από δέρμα μαύρου χρώματος. Κάλυπταν όλο το πόδι και στο ύψος έφταναν λίγο πιο πάνω από τον αστράγαλο. Ήταν έτσι σχεδιασμένα που δεν ξεχώριζε το αριστερό από το δεξί. Μεταφορικά αν ήθελαν να κοροϊδέψουν κάποιον άκαμπτον έλεγαν: «ατός άμον κουντούραν πορπατεί». Τα φορούσαν άντρες και γυναίκες.
Μποτίνια ή ποτίνια: Παπούτσια που κατασκεύαζαν από μαλακό δέρμα σε διάφορα σκούρα χρώματα. Τα συγκεκριμένα ήταν αρκετά μυτερά μπροστά και το ύψος τους έφτανε 8 εκ. πάνω από τον αστράγαλο. Έκλειναν μπροστά με κορδόνι που έδεναν σφιχτά μέχρι επάνω ή έκλειναν στο πλάι με κουμπιά «κόμψες» σε διαφορετικό χρώμα από το κυρίως παπούτσι. Μποτίνια υπήρχαν αντρικά και γυναικεία.
Τσαρούχ (τσαρούχια): Τα κατασκεύαζαν από ακατέργαστο δέρμα γουρουνιού. Τα συγκεκριμένα ήταν άσολα. Τα φορούσαν πάνω από τα «ορτάρεα» (κάλτσες πλεχτές). Δεξιά και αριστερά στο ύψος της φτέρνας είχε τρύπες απ’ όπου περνούσαν κορδόνι δερμάτινο και τα έδεναν σταυρωτά στη μέση της γάμπας. Τα τσαρούχια τα φορούσαν στην καθημερινότητά τους στα χωριά άντρες και γυναίκες.
Ναλία: Τσόκαρα τα οποία φορούσαν με ή χωρίς παπούτσια για να προστατεύονται από τα νερά και τις λάσπες. Τα ναλία στον ορεινό όγκο του Πόντου ήταν κατασκευασμένα από ξύλο και δέρμα, ενώ στα αστικά κέντρα ήταν από βερνικωμένο ξύλο «φίλντισι» και σύρμα ασημένιο και πλεγμένο στο χέρι, το οποίο στερέωναν πάνω στο βελούδινο ύφασμα. Το ύψος στο τακούνι έφτανε τα 5 εκ. Είχαν τακούνι σε δύο σημεία. Το ένα που είχε σχήμα πυραμίδας ήταν στην πατούσα, ενώ το άλλο που είχε σχήμα οβάλ πίσω και τετράγωνο μπροστά, ήταν στη φτέρνα. Ναλία φορούσαν και οι κάτοικοι της υπόλοιπης Μ. Ασίας, συνήθως γυναίκες αλλά και άντρες κυρίως στα δημόσια λουτρά (χαμάμ).