Ανάμεσα στα τόσα ποντιακά χωριά της Δράμας, οι Καρσλήδες του χωριού Μαυρόβατος, διακρίνονται για τα γαμήλια έθιμα τους, που προκαλούν τον θαυμασμό στα γειτονικά χωριά. Η παρακάτω συλλογή απαντάται λίγο πολύ και στους Έλληνες εκ Πόντου άλλων περιφερειών. Τα έθιμα αυτά απεικονίζουν την ψυχή των ανθρώπων και των συγγενών τους Καυκασίων και ιδιαίτερα των Καρσλήδων που είναι γιοί και εγγονοί εκείνων που είχαν ξεκινήσει απ’ την Γαράσαρη (Νικόπολη), την Κάν (Αργυρούπολη) κ.λ. και δημιούργησαν στον Καύκασο το Καρακούρτ, το Μέτσιτλι, το Γουζούλ και τα λοιπά χωρία.
Τα τσ̌ορέκια
Την Παρασκευή πριν την Κυριακή του γάμου, οι οικείοι του γαμπρού, στέλνουν μικρά κορίτσια ηλικίας 10-13 ετών, σε όλα τα σπίτια του χωριού, προσκαλώντας τις οικογένειες με την φράση : “οριστέστε ΄ς σα τσ̌ορέκια”. Κατά το απόγευμα, μετά τις δύο το μεσημέρι ξεκινούν οι γυναίκες κατά ομάδες για το σπίτι του γαμπρού φέρνοντας μαζί τους μικρά καλαθάκια ή δίσκους με διάφορα είδη τροφίμων, ιδιαίτερα όμως με εκείνα που θα χρησιμεύσουν για τα φαγητά της Κυριακής του γάμου.
Τέτοια ήταν , το πληγούρι (κορκότο), οι πατάτες, τα κρεμμύδια, το αλάτι κτλ. Τρείς-τέσσερις γυναίκες θα άδειαζαν τα τρόφιμα σε σκάφες ενώ άλλες θα σέρβιραν τα φαγητά στα τραπέζια. Παλιότερα οι οικείοι του γαμπρού προσέφεραν πίττες, εξ’ ου και το όνομα του εθίμου ως τσ̌ορέκια. Με την πάροδο των ετών σχεδόν καταργήθηκε το έθιμο αυτό και μόνο στους στενούς συγγένειες προσφέρονταν τα τσ̌ορέκια. Η αξία του εθίμου αυτού είναι πολύ σπουδαία και ευεργετική γι’ αυτό και δεν παραλείπεται από κανένα γάμο. Προπαντός συμβάλει τα μέγιστα όταν τύχει να είναι φτωχός ή και ορφανός ο γαμπρός, διότι τα προσφερόμενα φαγητά επαρκούν για να καλύψουν το τραπέζι της Κυριακής του γάμου, δεδομένου ότι σε αυτό λαμβάνουν μέρος όλοι οι χωρικοί αλλά και όλοι οι προσκεκλημένοι δωρητές. Γι’ αυτό τον λόγο οι γυναίκες συνήθιζαν να λένε μεταξύ τους : “Αούτο δανεικόν έν. Αν πάς,άρ’ταν όνταν πατρεύ’νε τα παιδία σ’, κι αν κ̌ι πας κ̌ι’ άρ’ταν” (ερμηνεία : Αυτό είναι δανεικό. Αν πάς εσύ, θα έρθουν κι αυτοί όταν παντρευτούν τα παιδιά σου. Κι αν δεν πας, δεν θα έρθουν).
Το χάρισμαν.
Μετά την στέψη στην εκκλησία, την επιστροφή και είσοδο των νεονύμφων στο οριστικό τόπο διαμονής τους (στο σπίτι της νύφης) και μετά την μικρή ανάπαυση όλων, βγαίνει ο γαμπρός και ο παράνυμφος έξω και τοποθετούνται όρθιοι μπροστά σε ένα τραπέζι γύρω απ’ το οποίο κάθονται τα μέλη της επιτροπής του χαρίσματος, δηλαδή, ο παπάς του χωριού, ο πρόεδρος και άλλοι συγγενείς και μειζετέρ’ του γαμπρού.
Ένας επιτήδειος, είδος κήρυκα, ως επι το πλείστον με δυνατή φωνή και ικανός στο λέγειν, αναγγέλλει τα χαριζόμενα, δηλαδή την Χάρ’. Ο κήρυκας αυτός φωνάζει πρώτα το όνομα του δωρητή, κατόπιν το όνομα του χωριού (εάν ο δωρητής κατάγεται από άλλο χωριό) και ακολούθως το είδος και την αξία του δωριζόμενου πρώτα στον γαμπρό και έπειτα στον παράνυμφο (κουμπάρο), ενώ το τέλος της αναγγελίας το συνοδεύουν συνήθως διάφορα σκωπτικά αστεία. Ιδού ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα : “ Ο Γιωρίκας τη χ̌έρας, χαρίζ’ είκοσι χιλιάδες τον έγγαμον και δέκα τον κουμπάρον, άρ ολσούν, βάρ΄ολσούν, ούτσ̌ ΄και σ’ ατουνού τα παιδία, ή την χ̌έραν, τ’ εγγόνια̤ κλπ”.
Πρώτος απ΄ όλους χαρίζει ο πατέρας του γαμπρού και μάλιστα εξ’ ίσου και στους δύο, αν το δώρο είναι χρηματικό. Μπορεί όμως να δωρίσει άλλα χαρίσματα, όπως, αγελάδα, βόδια, πρόβατα, κι αν ίσως τον έχει μοναχογιό μπορεί να του τα χαρίσει κι όλα.
Μετά τον πατέρα του γαμπρού ακολουθούν οι λοιποί άντρες δωρίζοντας ό,τι θέλει και μπορεί ο καθένας. Στη συνέχεια ακολουθεί φαγοπότι στα τραπέζια που είναι ήδη στρωμένα με τα παραδοσιακά φαγητά αλλά και το καθιερωμένο γλέντι με χορό.
Όταν τελειώσουν οι άντρες, ο κήρυκας προσκαλεί : “Μανάδες, θειάδες, πατσ̌ήδες, κυράδες, ορίστε …! …ορίστε…! “
Ενώ ο κόσμος συνεχίζει να δωρίζει, η επιτροπή τακτοποιεί τα δώρα. Τα χρήματα κατατάσσονται κατά χρηματική αξία ενώ τα άλλα αντικείμενα κατά είδος. Όταν τελειώσει το χάρισμαν, η επιτροπή μετράει τα δώρα και ο κήρυξ αναγγέλλει το ποσό των δώρων, πρώτα του γαμπρού και μετά του παρανύμφου (κουμπάρου). Υπήρχε η συνήθεια, απ’ τα χρήματα να βάζουν τα ψιλά στην τσέπη του γαμπρού ενώ τα υπόλοιπα παραδίνονταν στον πατέρα του. Συνήθιζαν να δίνουν από μια πετσέτα ή ένα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες (ορτάρια̤) στον κήρυκα, τον παπά και τον πρόεδρο. Ο παράνυμφος έβγαζε σχεδόν πάντα τα έξοδα του.
Το Αποκαμάρωμαν
Κατά το απόβραδο της Κυριακής, μετά το γλέντι και τον χορό, ο κόσμος αποσύρεται στο σπίτι του και μόνο οι νέοι σχεδόν εξακολουθούν να χορεύουν. Μόλις σκοτεινιάσει μαζεύονται πάλι, κι αφού χορέψουν δύο τρείς χορούς, αρχίζουν το αποκαμάρωμαν.
Χοροί και όργανα σταματούν. Διαλέγονται έξι ζευγάρια μονοστέφανα (δηλαδή ανδρόγυνα που και οι δύο έχουν κάνει μόνο έναν γάμο) και μαζί με τους νεόνυμφους συμπληρώνουν εφτά ζευγάρια, ενώ ο παράνυμφος είναι μόνος και αποκαλείται το τέ̤κ. Κάθε ζευγάρι κρατά ένα αναμμένο κερί (ενώ οι νεόνυμφοι τις λαμπάδες τους). Ο λυράρης μπαίνει στο μέσον του χορού με ένα αναμμένο κερί στο κεφάλι της λύρας του. αρχίζουν τότε να χορεύουν το ομάλ’ με ειδικό τραγούδι : “Εφτά ζευγάρια̤ στέφανα ‘ς σα χ̌έρια̤ τα κερία, ατά ποίος χωρίς ατά να έχ̌ την αμαρτίαν”. Ο κύκλος του χωριού πρέπει να συμπληρώσει εφτά στροφές. Κατά το διάστημα αυτό απαγορεύεται η είσοδος στο χορό σε όλους τους υπόλοιπους παριστάμενους. Εκτός των νεονύμφων, με πρώτο τον νεόνυμφο (κουμπάρο) ξεκινούν το τραγούδι ανά ένα δίστιχο. Αν τύχει ο παράνυμφος να είναι παντρεμένος, μπορεί να μπεί στον χορό μαζί με την σύζυγο του στα εφτά ζευγάρια, οπότε ως τέ̤κ βάζουν έναν καλό τραγουδιστή (ελεύθερο, εκτός γάμου).