Ζίπκα

Ζίπκα ενδεχομένως σύνθετη λέξη από την ξενική ζιπ (παντελόνι) και την ελληνική κα (κάτω). «Το παντελόνι το φτάνει μέχρι κάτω». Καυκασιανό κουστούμι το οποίο το υιοθέτησαν όχι μόνο οι Πόντιοι, αλλά και οι Αρμένιοι, οι Τούρκοι (τσέτες), οι Λαζοί και οι Γεωργιανοί. Εμφανίζεται λίγο πριν από το 1900. Το φορούν κυρίως οι ένοπλοι για ελευθερία της κίνησης.

Η ζίπκα (ή ζίβρα ή ζίφκα): Βράκα, φαρδιά στη μέση με πολλές πτυχές μπροστά και πίσω που στένευε βαθμιαία από τα γόνατα και κάτω μέχρι τον αστράγαλο. Κατασκευαζόταν από εγχώριο μαύρο μάλλινο ύφασμα, τσόχα, ή από καστόρι ή λίπισκαν ή αγγλικό σάλι σε χρώμα καφέ ή ανοιχτό κόκκινο, την οποίαν ονόμαζαν ζαγκαρλίν και την φορούσαν οι νεόνυμφοι. Τα χρώματα που χρησιμοποιούσαν ήταν διάφορα: Μαύρο για τους ένοπλους, μπλε σκούρο ή ραφ για τους νέους, γκρι, σκούρο καφέ, καμηλό και κυπαρισσί για τους μεγαλύτερους σε ηλικία. Οι άνδρες πέρα από τη ζίπκα φορούσαν την καραβόνα (ή καραβάνα), το ποτούρ’, το τσαγτσίρ’ και το ισρούπασι.

Εσωτερικά είναι επενδεδυμένη με κάμποτο σε σκούρο χρώμα, στη μέση είναι φαρδύ και σχηματίζει πολλές πτυχές και πιέτες πίσω και μπροστά, τα σκέλη μέχρι και τον αστράγαλο ήταν στενά δεξιά, και αριστερά στο ύψος του παλτουριού (μπούτι) είχε τσέπες, ήταν απλικάρισμένη με κορδόνι σε διάφορα χρώματα γύρω από τις τσέπες έως κάτω από τον αστράγαλο.

 

You might also like

This website uses cookies to improve your experience. We'll assume you're ok with this, but you can opt-out if you wish. Accept Read More