Ζιπούνα
Ζιπούνα: Είδος χιτώνα που έφθανε μέχρι τον αστράγαλο με στενό γιακά. Είχε μανίκια σχιστά στα άκρα, τα οποία ήταν γυρισμένα προς τα πάνω ή κουμπώνονταν με κουμπιά μεταξωτά ή ασημένια, και στο εσωτερικό μέρος είχε φόδρα από βαμβακερό πανί ή σατέν. Φτιαχνόταν συνήθως από μάλλινο ύφασμα, φανέλα ή βαμβακερό πασμάν ή μεταξωτό έντονου χρώματος όπως τσιαμφιάζ, ατλάζ’, μουαρέ, κουτνίν, γκεζίν ή κεζίν, ή και χρυσοκέντητο σεϊβάν. Μεταξωτή ή χρυσοκέντητη ζιπούνα φορούσαν κυρίως οι νεόνυμφες.
Ήταν μακρύ μανικωτό φόρεμα χωρίς ραφή στους ώμους. Η βάση του ήταν ένα κομμάτι μήκους 3 μ. και φάρδους 50 εκ. (τα υφάσματα εκείνη την εποχή ήταν μονόφαρδα, 50-80 εκ.). Το δίπλωναν στη μέση και έδιναν μια ψαλιδιά 6 εκ. οριζόντια και 8 εκ. κάθετα για λαιμόκοψη. Από τους ώμους κάθετα προς το στήθος έδιναν άνοιγμα 25 εκ. Στα τέσσερα πλαϊνά ένωναν κομμάτια υφάσματος 1 μ. ύψος, 3 εκ. επάνω και 20 εκ. κάτω.
Τα κομμάτια ξεκινούσαν από τη μέση και κατέληγαν στους αστραγάλους με αποτέλεσμα το φόρεμα να σχηματίζει γραμμή «Α». Επιπλέον ένωναν άλλα δύο κομμάτια μπροστά που ξεκινούσαν από το άνοιγμα του στήθους και κατέληγαν και αυτά στους αστράγαλους. Είχαν μήκος 1,20 μ., ενώ το φάρδος επάνω ήταν 3 εκ. και κάτω 20 εκ. Τα μανίκια ξεκινούσαν από τον ώμο και κατέληγαν στον καρπό. Διπλωμένα είχαν φάρδος 20 εκ. επάνω και 14 εκ. στον καρπό. Κάτω από τη μασχάλη ένωναν τρίγωνα υφάσματος που ένωναν τα μανίκια με το κυρίως φόρεμα. Αυτά έδιναν αέρα στην κίνηση των χεριών. Τα μανίκια κάτω είχαν ανοίγματα 10 εκ. το καθένα. Μπροστά η ζιπούνα έκλεινε με κουμπιά. Με κουμπιά έκλειναν και τα μανίκια, όχι όμως σε όλες τις ζιπούνες. Στον δυτικό Πόντο συναντούμε ζιπούνες χωρίς κουμπιά, με βαθύ άνοιγμα στο στήθος και ανοίγματα στα πλαϊνά.
Το φόρεμα περιμετρικά ήταν κεντημένο με σοτάζ και κορδόνι σε χρυσή ή υφαντή κλωστή. Το εσωτερικό ήταν επενδυμένο με ύφασμα από βαμβακερό κάμποτο, σε άσπρο κυρίως χρώμα. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν:
- Μεταξωτό μπροκάρ (ύφασμα που μέσα σχημάτιζε λουλούδι από το ίδιο το υφάδι του),
- Μεταξωτό ταφτά (μονόχρωμο ύφασμα),
- Ταφτά σανσάν (το ύφασμα που κάνει διάφορα χρώματα),
- Ταφτά μουαρέ (το ύφασμα που κάνει διάφορα νερά),
- Σουά σοβάζ (άγριο μετάξι «κρουστό»),
- Δαμάσκο μπροκάρ,
- Βελούδο Γερμανίας,
- Ριγωτά βαμβακομέταξα υφάσματα με χρυσή κλωστή,
- Ριγωτά υφαντά (βαμβάκι-μαλλί).
Το πιο διαδεδομένο ριγωτό ήταν το «κουτνί», το οποίο συναντούμε όχι μόνο στον Πόντο αλλά και στην υπόλοιπη Μ. Ασία.