Θρησκεία και παράδοση :
Στα Κοτύωρα, όπως και σε όλον τον Πόντο, τιμούσαν εξαιρετικά την μνήμη των νεκρών. Η απόλυτη και ανεπιφύλακτη πίστη στα δόγματα της θρησκείας και στη μέλλουσα ζωή μαζί με την παράδοση και τους στενούς οικογενειακούς δεσμούς, τους ενέπνεε μεγάλη ευλάβεια και τους υπαγόρευε τη διαρκή μέριμνα και την παντοτινή φροντίδα για την απολύτρωση της ψυχής των νεκρών για την άφεση των αμαρτιών τους αλλά και για την αιώνιο τους ανάπαυση.
Πίστευαν ότι έτσι, συχωρεμένοι και εξαγνισμένοι, θα γίνονταν άξιοι του παραδείσου όπου θα έσμιγαν όλοι οι καλοί και (οπωσδήποτε) απαλλαγμένοι από τις αμαρτίες τους θα ενώνονταν όλοι μαζί, ζωντανοί και νεκροί κατά την Δευτέρα παρουσία του Κυρίου Ιησού.
Μνημόσυνα : Έδιναν μεγάλη σημασία στα μνημόσυνα τα οποία επιτελούσαν τακτικά με όλη την προσήλωση και αφοσίωση στο καθήκον και την ευσέβεια με φόβο θεού. Οι καθιερωμένες ημέρες για τα μνημόσυνα ήταν : Τα τριήμερα (τα τρίτα), τα εννιάμερα (τ’ εννέα), το τεσσαρακονθήμερο (τα σεράντα) και το ετήσιον (το χρονιακόν). Στα τελευταία χρόνια είχαν καθιερώσει τα τρίμηνα, τα εξάμηνα, και τα εννιάμηνα.
Εκτός από τα τριήμερα και τα εννιάμερα που είχαν τις ορισμένες τους ημέρες δηλαδή τρείς και εννιά ημέρες μετά τον θάνατο, τα άλλα μνημόσυνα γίνονταν κυρίως ημέρα Σάββατο. Αν οι σαράντα ημέρες ή το έτος κτλ δεν συμπληρώνονταν την ημέρα αυτή ακριβώς, τότε προτιμούσαν να κάνουν το μνημόσυνο μερικές ημέρες πρίν κι όχι μετά καθώς επικρατούσε η πρόληψη ότι αν περνούσαν οι κανονισμένες ημέρες χωρίς να γίνει το μνημόσυνο, τότε ο νεκρός θα έπαιρνε κι άλλον σπιτικό (οικείο συγγενή) του στον τάφο.
Στα τελευταία χρόνια, οι εύποροι κυρίως, προτιμούσαν να κάνουν τα επίσημα μνημόσυνα (τεσσαρακονθήμερο και ετήσιο) ημέρα Κυριακή. Σύμφωνα με τον κανονισμό που εκπονούσε η εκκλησιαστική επιτροπή μαζί με την Μητρόπολη, τα μνημόσυνα είχαν διαβαθμίσεις : 1ης , 2ης και 3ης τάξεως, που είχαν και ανάλογη κλιμακωτή διατίμηση.
Τα κόλλυβα :
Σε όλες τις πιο πάνω ημέρες έκαμναν κόλλυβα (τα κοκκία). Επίσης κόλλυβα έκαμναν και όλες τις πρώτες εννέα ημέρες από τη θανή (θάνατο). Κάποτε επικρατούσε η συνήθεια των καθημερινών κολλύβων για τις πρώτες σαράντα ημέρες. Έβραζαν σιτάρι (σιτάρ’ ή κοκκίν) μέσα σε μεγάλο καζάνι για να επαρκέσει για όλες τις ανάγκες που θα αναλύσουμε παρακάτω. Για να προσφερθούν (μοιραστούν) τα κόλλυβα, έπρεπε να παρασκευασθούν τα εξής : Αφού αποστράγγιζαν τους σπόρους μετά το βράσιμο, τα άφηναν να στεγνώσουν και να κρυώσουν καλά. Τα ανακάτευαν στη συνέχεια με άφθονη ψίχα (καντσίν) από κοπανισμένα φουντούκια (λεφτοκάρυα) ή καρύδια καθώς και με καβουρδισμένο αλεύρι, ψιλή ζάχαρη και λίγη κανέλα. Έτσι , στ΄ αλήθεια γινόταν πολύ νόστιμο έδεσμα. Εξαιρετικά για το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο άφηναν από την πρώτη ημέρα του θανάτου ένα κουτί το πολύ μισής οκάς σιτάρι στο ιερό βήμα του ιερού ναού. Έμενε εκεί για να λειτουργηθεί όλες τις ημέρες ως και την παραμονή του μνημοσύνου των 40 ημερών, οπότε τα έπαιρναν και τα ανακάτευαν με το σιτάρι που ήταν να βράσουν για τα κόλλυβα.
Προσκλήσεις :
Το κάλεσμα γινόταν μόνο στο τεσσαρακονθήμερο και στο ετήσιο μνημόσυνο. Έστελναν λοιπόν μια γυναίκα ή παιδιά με κόλλυβα μέσα σε ρηχά πιάτα του φαγητού για να καλέσουν με αυτόν τον τρόπο τους φτωχούς, τους φίλους και τους γνωστούς. Επίσης, μια Κυριακή πριν το μνημόσυνο, τοιχοκολλούσαν στην εξώπορτα της εκκλησίας μια χειρόγραφη αγγελία περί του μνημοσύνου που προγραμμάτιζαν να κάνουν το επόμενο Σάββατο η την Κυριακή.
Ο δίσκος με τα κόλλυβα : Εκείνο που δημιουργούσε κυρίως την ατμόσφαιρα της μνήμης του μακαρίτη κι έδινα όλη την χαρακτηριστική όψη στο μνημόσυνο ήταν ο δίσκος με τα κόλλυβα ( το σινίν με τα κοκκία). Το στόλισμα του (το αρμάτωμαν) γινόταν με εθιμοτυπική επισημότητα. Το βράδυ της Παρασκευής του μνημοσύνου μετά το δείπνο, μαζεύονταν στο σπίτι οι καλεσμένοι συγγενείς και στενοί φίλοι. Πάνω σε μεγάλο τραπέζι στημένο στη μέση του δωματίου συγκέντρωναν όλα τα απαραίτητα για το στόλισμα του δίσκου που τον αναλάμβανε ένα ειδικός ή επιτήδειος στα τέτοια, πάντοτε δωρεάν.
Αφού έβαζαν τα κόλλυβα στον δίσκο, τα πατούσαν ελαφρά με άσπρα καθαρά πανιά προκειμένου η επιφάνεια τους να γίνει λεία. Έπειτα έριχναν ένα στρώμα τριών χιλιοστών περίπου καβουρδισμένο αλεύρι ανακατεμένο με κοπανισμένη ψίχα φουντουκιού ή καρυδιού. Στη συνέχεια τα ξαναπατούσαν κι έπειτα έριχναν την ψιλή ζάχαρη σε όλη την επιφάνεια με πάχος έως δύο χιλιοστά. Τέλος, στόλιζαν τον δίσκο με διάφορα κουφέτα ολοστρόγγυλα και στη μέση σχημάτιζαν έναν σταυρό από εκλεκτά κουφέτα άσπρα σαν επαργυρωμένα. Δεξιά και αριστερά του σταυρού, σχημάτιζαν τα αρχικά του ονόματος του μακαριστού εκλιπόντος. Αν ήταν γέρος ή γριά, ο σταυρός και τα αρχικά ψηφία γίνονταν με αλεσμένο καφέ συνήθως. Στα παλιότερα χρόνια που δεν υπήρχαν κουφέτα, χρησιμοποιούσαν ψίχα μισού καρυδιού περιτυλιγμένη με λεπτότατο επιχρυσωμένο χαρτί (βαραχωμένα* καντσία) ή και σπόρους από ρόδια κι ερμάτωναν το σινίν δηλαδή στόλιζαν τον δίσκο.
Σε όλο αυτό το διάστημα, γύρω από το τραπέζι μιλούσαν και μνημόνευαν τις αρετές, την αξιοσύνη και γενικά τα επεισόδια της ζωής του μακαρίτη. Όταν επρόκειτο για νέους τότε δεν έλειπαν τα κλάματα και τα μοιρολόγια κυρίως από τις γυναίκες. Διαφορετικά, μετά το συνηθισμένο μνημόνευμα των αρετών του, μπορούσαν να αρχίσουν και το κουτσομπολιό ίσως και τα αστεία. Η συγκέντρωση αυτή μπορούσε να παραταθεί και πέρα απ τα μεσάνυχτα. Σε όλους πρόσφεραν καφέ με λίγη ζάχαρη καθώς και κόλλυβα.
Στην εκκλησία :
Την επόμενη ημέρα από πολύ νωρίς, πήγαιναν τον δίσκο με τα κόλλυβα στην εκκλησία και τον τοποθετούσαν στην μέση του κυρίως ναού πάνω σε ειδικό τραπεζάκι. Μαζί πρόσφεραν κι ένα πρόσφορο, ένα μπουκάλι καλό γνήσιο κόκκινο κρασί κι ένα μπουκάλι λάδι για την λειτουργία και τις καντήλες. Στην μέση του δίσκου ή δίπλα, σε μανουάλι έβαζαν μια χοντρή λαμπάδα που άναβε σε όλη τη διάρκεια του όρθρου και της θείας λειτουργίας. Πρίν αρχίσει η επιμνημόσυνη ακολουθία, μοίραζαν από ένα σε όλους τους εκκλησιαζόμενους ενώ στους ιερείς και τους ιεροψάλτες έδιναν λαμπάδες. Αναλόγως με την τάξη που συμφωνούσαν οι οικείοι με τους επιτρόπους, άναβαν έναν ή και περισσότερους πολυελέους και καντήλες και τους στόλιζαν με μαύρες κορδέλες, οπότε κάπως έτσι η ώρα τέλεσης του μνημοσύνου αποκτούσε μια πένθιμα εορταστική όψη. Οι συγγενείς ντυμένοι στα μαύρα, πήγαιναν κοντά στον δίσκο και παρακολουθούσαν με ευλάβεια την ακολουθία, θρηνολογώντας. Στο τέλος όλο το εκκλησίαμσα μαζί με τον ιερέα αναφωνούσε το Αιωνία η μνήμη !
Οι εύποροι έκαναν συνήθως αρχιερατικό μνημόσυνο το οποίο προσλάμβανε ιδιαίτερη επισημότητα και μεγαλοπρέπεια.
Η διανομή των κολλύβων : Μετά την απόλυση της Θείας Λειτουργίας, μοίραζαν τα κόλλυβα (εδιαίριζαν τα κοκκία). Προκαταβολικά ο καντηλανάφτης έπαιρνε σε δίσκο της εκκλησίας ή σε χαρτί, το μερίδιο των ιερέων και των ιεροψαλτών. Το μοίρασμα (διαίρισμαν) γινόταν συνήθως με τάξη. Επιστατούσε ένας επίτροπος ή ένα μέλος της Δημογεροντίας, γνωστός για την αυστηρότητα του και με την σειρά τους όλοι έπαιρναν από μια χούφτα ή στο μαντήλι τα κόλλυβα με ένα πιατάκι του καφέ ή κουτάλι της σούπας ξύλινο ή μεταλλικό ή και από την χούφτα του διανομέα.
Αξίζει να σημειώσουμε το ανέκδοτο ότι στα παλιότερα χρόνια –κάποτε- μετά το μοίρασμα, τα μικρά παιδιά έγλυφαν τα χέρια του τελευταίου που ήταν πασαλειμμένα από κόλλυβα,ζάχαρη,καντσία κτλ. Εσχάτως οι καλεσμένοι προνοούσαν να έχουν μαζί τους έναν φάκελο ή καθαρό μαντήλι όπου έβαζαν τα κόλλυβα.
Σπανίως, όταν δεν υπήρχε σοβαρή επιστασία κατά την διανομή και ήταν πολλοί οι εκκλησιαζόμενοι, δημιουργούνταν συνωστισμός, ανωμαλία και αταξία που μερικές φορές έφτανε σε σημείο να αναποδογυρίσουν τον δίσκο που για περισσότερη ασφάλεια τον κρατούσε ένας πάνω στο κεφάλι του ή ψηλά στα χέρια, ενώ ένας άλλος προσπαθούσε να μοιράσει : “επήραν κα’ το σινίν και εκχ̌ύαν τα κοκκία…”.
Στο σπίτι :
Από την εκκλησία όλοι οι συγγενείς και οι καλεσμένοι μαζεύονταν στο σπίτι. Σε λίγο έφτανε και ο ιερέας και έψελνε το τρισάγιο σε άλλο δίσκο κολλύβων μικρότερο και λιγότερο στολισμένο που υπήρχε έτοιμος στο σπίτι. Κερνούσαν στην συνέχεια όλους κονιάκ σε δίσκο όπου παρέθεταν και τα κόλλυβα με κουταλάκια του γλυκού. Ο καθένας, παίρνοντας το κονιάν κι ένα κουταλάκι κόλλυβα, ευχόταν : “Αιωνία η μνήμη ! …ή ….Θεός ‘σχωρέ’σ-ατον – Θεός ‘σχωρέσ’ατεν”
Αν ο μακαρίτης ήταν γονιός, εύχονταν στα παιδία του : “ Να έχ̌ετε την ευχ̌ήν-ατ’ … ή …η ευχ̌ή κι η ευλογία τ’ απάν’ εσουν”. Οι σπιτικοί, αντί για άλλη απάντηση, έγερναν μπροστά το κεφάλι έχοντας συνήθως τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.
Το γεύμα :
Κατά το τεσσαρακονθήμερο και το ετήσιο μνημόσυνο, όλοι οι καλεσμένοι που είχαν γυρίσει από την εκκλησία στο σπίτι, καθώς και οι αυτόκλητοι, έπρεπε να παρακαθήσουν αμέσως σε γεύμα. Είχαν έτοιμα διάφορα φαγητά όπως σούπες – τσορβάν ή τανωμένον τσορβάν, στιφάδο – γιαχνί, πατάτες με κρέας – καρτοφλούν, μακαρόνια του σπιτιού – μακαρίναν, πιλάφι, πλιγούρι ή και νηστήσιμα όπως φασουλάδα, φακές, ρεβύθια, φάβα, τουρσιά διάφορα – στύπα, ελιές, τυριά, χαλβάδες, πετιμέζια, φρούτα, φουντούκια κτλ. Πιοτά συνήθως δεν χρησιμοποιούσαν. Προ του φαγητού ο ιερέας ευλογούσε όλα τα καζάνια και το τραπέζι των επισήμων όπου καθόταν και ο ίδιος. Το γεύμα λεγόταν : “ο ψαλμόν”
Συνήθως από την προηγούμενη ημέρα έσφαζαν ένα βόδι ή αγελάδα, ή μοσχάρι ή πρόβατα κτλ για να επαρκέσουν για όλους, όταν βέβαια δεν ήταν περίοδος νηστείας.
Οι αυτόκλητοι – κυρίως η φτωχολογιά – κάθονταν σε ιδιαίτερα διαμερίσματα και τραπέζια. Μερικοί το είχαν αναγάγει σε περιωπή το ζήτημα και περίμεναν πότε θα γινόταν το μνημόσυνο για να κουβαληθούν “συν γυναιξί και τέκνοις” για να την κάνουν τόπι. Ανυπομονούσαν μάλιστα ρωτώντας : “Σή τάδε πότε α εφτάνε ψαλμόν”.
Οι φτωχοί αφού χόρταιναν καλά την πείνα τους, συνήθως έπαιρναν και τα περισσεύματα για το σπίτι τους. Σε εκείνους που για οποιοδήποτε λόγο δεν παρίσταντο στο γεύμα (ψαλμόν) έστελναν τα φαγητά στα σπίτια & στις κατοικίες τους (ιδίως σε αρρώστους και φυλακισμένους). Επίσης, αν για οποιοδήποτε λόγο δεν μπορούσαν να παραστούν, τους έστελναν αμαγείρευτα : κρέας, ρύζι, μακαρόνια, άλευρα, φασόλια, βούτυρα, λάδια κτλ, ιδίως σε φτωχούς, άρρωστους και φυλακισμένους “για να τρών’ και να σ΄χωρούνε”. Μάλιστα από τους φτωχούς και φυλακισμένους δεν ξεχώριζαν ούτε τους τούρκους ούτε τους αλλοεθνείς και αλλόθρησκους. Τους έδιναν άφθονο φαγητό λέγοντας : “Τα ψύα όλια έναν είναι” (όλες οι ψυχές ένα είναι).
Μετά τον ψαλμό ένας ένας ευχόταν και αποχωρούσε. Οι συνηθισμένες ευχές ήταν :
Για τον πεθαμένο : “ Ο Θεός να σ΄χωρά τον, να έν’ ελαφρόν το χώμαν ατ’, ο Θεός να αναπάζ’ εατόν, ντ΄έφαγαμε και ντ’ έπαμε ΄ς σην ψήν’ ατ’ να πάνε ”
Για τους σπιτικούς : “ Ο Θεός να κρατεί κ’ ωρεά’ει σας και πάντα να θυμούστουν’ατον”
Η ευχή αυτή δινόταν συνήθως σ’ εκείνον που έκανε τα έξοδα του φαγητού.
Οι εύποροι, εκτός των παραπάνω έκαναν και σαρανταλείτουργο “εποίκαν ατον και σαρανταλούτουργον” δηλαδή ο ιερέας επι σαράντα ημέρες μνημόνευε τον νεκρό στην θεία λειτουργία παίρνοντας κάποια ιδιαίτερη αμοιβή. Οι φτωχοί αρκούνταν να ανάβουν από την πρώτη ως την τεσσαρακοστή ημέρα ένα κεράκι στην εκκλησία : “ ως τα σεράντα τα κερία-τα’ θα πάνε”
Ομαδικά μνημόσυνα :
Εκτός από τα ανωτέρω, υπήρχαν και άλλα μνημόσυνα, τα ομαδικά. Τέτοια ήταν : τα ψυχοσάββατα “τη ψυχού”, το Σάββατο των Αγίων Θεοδώρων “τ’ Αε-Θοδωρή”, τα πέντε πρώτα Σάββατα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και το Σάββατο της παραμονής της Πεντηκοστής “ τ’ Αεπνεύματονος”. Αυτές τις ημέρες καθώς και τις παραμονές, εσπερινούς της Παρασκευής και χαιρετισμούς, όλοι γενικά έκαναν κόλλυβα και τα πήγαιναν στην εκκλησία καθώς και προσφορές για την Θεία Λειτουργία του Σαββάτου. Κάθε οικογένεια έγραφε τα ονόματα των πεθαμένων της σε χαρτί και τα έδινε στον ιερέα να τα μνημονεύσει, προσφέροντας κι έναν σχετικό οβολό.
Τα κόλλυβα τα έβαζαν σε πιάτα του φαγητού και σε πιατέλες ή σε μικρούς δίσκους ή άλλοτε και σε μεγάλους. Κάθε εκκλησίας (ναός) είχε μια μεγάλη ξύλινη λεκάνη (το καρσάν) την οποία έστηναν στο μέσον του ναού τις ημέρες που είχαν κόλλυβα και κει οι πιστοί έβαζαν τα κόλλυβα τους, ανάβοντας το κερί ή την λαμπάδα τους.
Το καρσάν σιγά-σιγά γέμιζε από τα κόλλυβα και τα κεριά των χριστιανών. Τους μεγάλους δίσκους δεν τους άδειαζαν στο καρσάν αλλά τους άφηναν ξέχωρα για να μνημονευθούν. Το μοίρασμα των κολλύβων τις περισσότερες φορές ήταν προβληματικό και σχεδόν αδύνατο κατ’ αυτές τις ημέρες. Είχε επικρατήσει πλέον ως έθιμο οι νέοι να συγκροτούν παρέες και να διεκδικούν το μοίρασμα των κολλύβων και δεν δίσταζαν να αρπάζουν τους δίσκους. Κάποτε μάλιστα πριν ακόμη τελειώσει ο ιερέας τις ευχές της απόλυσης, συνωμοτούσαν κι άρπαζαν το καρσάν ή ορμούσαν και γέμιζαν μεγάλα μαντήλια και πετσέτες με σκοπό να τα μοιράσουν σε άλλους και κυρίως σε γυναίκες που δεν μπορούσαν να πλησιάσουν στον τόπο τους μοιράσματος των κολλύβων. Καμιά φορά έβαζαν πείσμα να αναποδογυρίσουν το καρσάν : “εκούπ’σαν το καρσάν και έκ’σαν τα κοκκία”. Ύστερα, παινεύονταν για το ποιος κατόρθωσε να πάρει τα περισσότερα κόλλυβα, ποιος έδειξε μεγαλύτερη καπατσοσύνη αλλά και για τα επεισόδια που δημιουργούσαν, για τις μπαστουνιές και τις ξυλιές που εισέπρατταν.
Συνήθως το πρωι του Σαββάτου, οι επίτροποι της εκκλησίας φρόντιζαν να στείλουν στο σχολείο μερικούς δίσκους κόλλυβα για να μοιραστούν στους μαθητές και τους δασκάλους.
Έκτακτα μνημόσυνα :
Τα όνειρα κυρίως και οι διάφορες ψυχικές, πνευματιστικές και ψυχολογικές καταστάσεις, παρεμφερείς με εκστάσεις, ενατενίσεις, ενοράσεις και ελλάμψεις, άλλος θα τις ονόμαζε οραματισμούς, ονειροπολήσεις, ψευδαισθήσεις, πλαναισθήσεις, υποβολές, αυθυποβολές κτλ ήταν αφορμή για έκτακτα μνημόσυνα.
Δεν ήταν ασυνήθιστες οι εξής διηγήσεις : “ Ο σ΄χωρεμένον ο πάππο μ’ εροματίασε – με “ δλδ, ο συγχωρεμένος ο παππούς μου, μου ήρθε στο όνειρο αλλά και : “είστεα εκάθουμνε κι’ έπλεκα η σ’χωρεμέντσα η μάννα μ’ έρθεν σ’ ομμάτια μ’ απάν’ ή εφάνθεν ‘με” δλδ ενώ καθόμουν κι έπλεκα, η μακαρίτισσα η μάννα μου ήρθε επάνω στα μάτια μου, μου φανερώθηκε. Τέτοια φαινόμενα σημειώνονταν κυρίως στα κορίτσια και τις γυναίκες.
Και στις περιπτώσεις αυτές έκαναν κόλλυβα και τα πήγαιναν στην εκκλησία για να μνημονευθεί ο νεκρός ή του άναβαν κερί ή λαμπάδα, ή έκαναν ελεημοσύνες στους φτωχούς, τους φυλακισμένους και τους αρρώστους. Συνήθως ερμήνευαν τα όνειρα και καθόριζαν τον τρόπο που θα ενεργούσαν για να μνημονεύσουν την μνήμη του νεκρού αλλά προσφιλούς τους προσώπου.
Επισκέψεις στα νεκροταφεία (κοιμητήρια) : Την ημέρα των μνημοσύνων δεν πήγαιναν στους τάφους των πεθαμένων τους. Την επίσκεψη την άφηναν για την επόμενη εβδομάδα. Επίσης, πήγαιναν στα νεκροταφεία το Ψυχοσάββατο και του Αγίου Πνεύματος όπου έψαλαν τρισάγια στα μνήματα. Ειδικά το Σάββατο του Αγίου Πνεύματος πήγαιναν ομαδικά και οικογενειακώς στα κοιμητήρια με φαγώσιμα και κει διημέρευαν. Μετά από τα καθήκοντα τους απέναντι στους νεκρούς, κυρίως οι νέοι ασχολούνταν με το παιχνίδι.
Γενικώς τα νεκροταφεία δεν προσέλκυαν τους Κοτυωρίτες. Ούτε και φρόντιζαν ιδιαιτέρα για τον ευπρεπισμό των τάφων, για φύτεμα λουλουδιών κτλ. Ίσως διότι το νεκροταφείο ήταν αρκετά μακριά : “ Τάχ ΄ς σο Τσακάλ Τσικμάζ κιάν ποίος α πάει ;” Ίσως οι πολλές ασχολίες για την βιοπάλη να μην τους επέτρεπε την πιο συχνή τους επαφή και επίσκεψη με τα κοιμητήρια, τον καλλωπισμό και την φροντίδα της τελευταίας κατοικίας των πεθαμένων τους. Κάτι το οποίο διορθώθηκε προς το καλύτερο τα τελευταία χρόνια με την σχετική οικονομική ευεξία αλλά και την παράλληλη πνευματική ανάπτυξη.
Γενικότερα, παντού και πάντα και σε κάθε ευκαιρία και κατάλληλη περίσταση, οι πεθαμένοι ήταν ζωντανοί στην μνήμη των ζωντανών οικείων και συγγενών. Στο όνομα τους, θα έδιναν μια ελεημοσύνη, θα άναβαν ένα κερί κάθε φορά που εκκλησιάζονταν, θα έντυναν έναν φτωχό, θα φρόντιζαν μια οικογένεια που είχε ανάγκη, θα έκαναν μια δωρεά στην εκκλησία ή στα σχολεία, στην κοινότητα, σε νοσοκομείο ή σε ορφανοτροφείο. Έτσι, εκτελώντας κανείς όλα ή κάτι από τα παραπάνω, ήλπιζε ότι στο μέλλον θα απολάμβανε τις ίδιες τιμές από τα παιδιά του.
Όσο κι αν φύγαμε από την αγαπημένη μας πατρίδα και σκορπίσαμε σε όλη την Ελλάδα, τα έθιμα αυτά εξακολουθούν λίγο έως πολύ να διατηρούνται είτε γιατί ήταν βαθιά ριζωμένα στις συνήθεις του λαού εκ παραδόσεως είτε γιατί βρήκαμε κι εδώ άλλους συνέλληνες που επιδαψιλεύουν τις ίδιες σχεδόν τιμές και δείχνουν τον ίδιο σεβασμό στη μνήμη των νεκρών τους.
Μακάριοι όσοι αναπαύονται στα άγια χώματα της πατρίδος μας. Τούτο το σημείωμα ας τους σταθεί σαν ένα παντοτινό ευλαβικό μνημόσυνο.
- Βαράχ = βόραξ = επιχρυσωμένο χαρτί
- Τσακάλ Τσικμάζ = το μέρος όπου δεν βγαίνουν τσακάλια, αλλά και η τοποθεσία των κοιμητηρίων στα Κοτύωρα
Πηγή : Λαογραφικό σημείωμα Άκογλου Ξενοφώντα (Ξένου Ξενίτα) στο περιοδικό «Ποντιακά φύλλα», Αθήνα, τεύχος 24ον