Οι δράκοντες στον Πόντο – Μύθοι και πραγματικότητα
Η μεσαιωνική ιστορία είναι γεμάτη από δράκοντες των οποίων κλασικό παράδειγμα αποτελεί η εικόνα του Αγίου Γεωργίου που σκοτώνει με το δόρυ του ένα τεράστιο δράκοντα.
Ούτε απ’ τον Πόντο έλειψαν οι σχετικές ιστορίες με δράκοντες.
Η σχετική μυθολογία σε συνδυασμό με την πραγματικότητα παρείχαν πρόσφορο και γόνιμο έδαφος στη λαϊκή φαντασία.
Στον Πόντο, πράγματι υπήρχαν δράκοντες, δηλαδή πολύ μεγάλα φίδια, τα οποία λόγω της αγριότητας τους, γίνονταν ο φόβος και ο τρόμος αλλά και η μάστιγα των κατοίκων των γύρω περιοχών, δικαιολογώντας πλήρως τη “μυθική” τους δημοτικότητα.
Το ότι παλιότερα (προ 100 ετών περίπου) στη Μικρά Ασία ζούσαν υπερμεγέθη φίδια δεν αμφισβητείται καθόσον και μέχρι σήμερα στην Κύπρο υπάρχουν φίδια πύθωνες.
Έξω απ’ το χωριό Αυλίανα της Ματσούκας στο νομό Τραπεζούντας στις δειράδες (κορυφογραμμές) του όρους Άγιος Παύλος (Άεν-Παύλον) σε κοιλότητα απορρώγων (απόκρημνων) βράχων, ζούσε ένα τεράστιο φίδι – δράκος (κατά τη λαϊκή φαντασία).
Οι χωρικοί φοβόντουσαν να πλησιάσουν στο λημέρι του τρομερού αυτού δράκου του οποίου ο συριγμός (σφύριγμα), μόνο φρίκη προκαλούσε.
Διηγούνται το παρακάτω γεγονός : Μία αίθρια (καθαρή και διαυγή) θερινή ημέρα πριν από εκατό χρόνια, ξέσπασε ξαφνική και πολύ δυνατή καταιγίδα με κατακλυσμιαία βροχή. Τα ρυάκια και τα ποτάμια πλημμύρισαν.
Απ’ την χαράδρα όπου βρισκόταν το λημέρι του φοβερού εκείνου δράκοντος ξεχύθηκαν ορμητικά και οργισμένα νερά, παρασύροντας τα πάντα στο διάβα τους δημιουργώντας φοβερό πάταγο. Σε λιγάκι ο φοβερός εκείνος δράκοντας παρασύρθηκε απ’ τη μανία των υδάτων. Οι χωρικοί τον έβλεπαν με τρόμο να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να σωθεί, ενώ ο απαίσιος συριγμός του αντηχούσε παντού σαν επιθανάτιος ρόγχος. Τελικά η ορμή του υδάτινου ρεύματος υπερίσχυσε. Τον έριχνε με ορμή πότε πάνω στα βράχια και πότε στο έδαφος οπότε τον κατέκοψε και τον παρέσυρε μέχρι τη θάλασσα.
Ψηλά στο λημέρι και πάνω σε ψηλό βράχο υπήρχε εξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου, στου οποίου τη θαυματουργική επέμβαση αποδίδουν (οι χωρικοί φιλόθρησκοι Αυλιανίτες) την εξαφάνιση του θηρίου.
Παρόμοιο περιστατικό διηγούνται οι κάτοικοι της Άδισσας. Λίγο πιο κάτω απ’ το χωριό, σε μικρή απόσταση απ’ την ενορία Ποταμάντων, στη στενή κοιλάδα του ποταμού η οποία ήταν κατάφυτη από παρτία (καβάκια, άγριες λεύκες και αιγείρους “ψηλές λεύκες”) μια θερμή καλοκαιρινή ημέρα του 1870, μερικοί ξυλοκόποι – πριονιστές (χουζαρτζήδες) έκοβαν κορμούς απ’ τα παρτία και τους πριόνιζαν. Ξαφνικά και από πολύ κοντινή απόσταση αντήχησε ένας φοβερός συριγμός και όταν έστρεψαν τα βλέμματα τους προς το μέρος του απαίσιου ήχου, διέκριναν έντρομοι ένα τεράστιο φίδι να κατεβαίνει το λόφο και να χώνεται μέσα στα νερά του ποταμού.
Επιτόπου σταμάτησαν τις εργασίες τους και παρακολουθούσαν τις κινήσεις του, έτοιμοι να τραπούν σε φυγή. Ο όφις, αφού ικανοποίησε τη δίψα του, με την ίδια ορμή και ταχύτητα και χωρίς να δώσει προσοχή στα πέριξ, σύρθηκε στην πλαγιά του λόφου και κατευθύνθηκε στη φωλιά του.
Απ’ το βάρος του σώματος του, είχε σχηματιστεί αυλάκι στο χώμα φανερώνοντας την πορεία της διαδρομής του.
Η ίδια σκηνή επαναλαμβανόταν κάθε ημέρα χωρίς ο φοβερός εκείνος δράκος να αλλάζει ποτέ το δρόμο του, οπότε σχηματίστηκε βαθύ αυλάκι απ’ το σύρσιμο του.
Παρά τον φόβο που κατέβαλε τους πριονιστές, αποφάσισαν να εξοντώσουν τον φοβερό όφι. Μια ημέρα, απ’ το πρωϊ, άναψαν μεγάλη φωτιά από πελεκούδια και κλαδιά μέσα στο αυλάκι που χρησιμοποιούσε ως δρόμο, αλλά και έξω απ’ το αυλάκι σε μεγάλη έκταση. Τα ξύλα κάηκαν γρήγορα και σχηματίστηκε εντός ολίγου ένας πύρινος δρόμος χωρίς φλόγες και καπνό.
Στην καθορισμένη ώρα ο δράκος κατέβηκε την πλαγιά του λόφου προς τον ποταμό και ξαφνικά βρέθηκε μέσα στην πύρινη ζώνη. Με φοβερούς σπασμούς και απεγνωσμένα χτυπήματα της τεράστιας και δυνατής του ουράς προσπαθούσε να γλιτώσει, ενώ το φοβερό και απαίσιο του σφύριγμα αντηχούσε μακάβρια στη γύρω περιοχή. Οι προσπάθειες του απέβησαν μάταιες και εντός ολίγου μετά τη βασανιστική πάλη μέσα στην πύρινη ζώνη, ξαπλώθηκε ακίνητος, άψυχος πλέον. Έτρεξαν οι πριονιστές να ανασύρουν το μισό-καμένο του σώμα που έφτανε σε μήκος τα πέντε μέτρα, το πάχος του ήταν ίσο με το πάχος ανδρικού βραχίονα ενώ το κεφάλι του ήταν ίσο με εκείνο ενός προβάτου και το βάρος του ίσο με 40-50 οκάδες.
Δύο ρωμαλέοι ξυλοκόποι σήκωσαν το μακάβριο πτώμα και το μετέφεραν προς κοινή θέα στην ενορία των Ποταμάντων. Έκτοτε δεν ακούστηκε τίποτε περί δρακόντων στη περιοχή.
Πηγή : Ποντιακά Φύλλα – τεύχος 11ον – Αθήναι 1937