Σαλβάρ
Σαλβάρ ή σαρβάλ’: Ένδυμα που φοριόταν πάνω από το βρακίν και έφθανε λίγο πιο πάνω από τον αστράγαλο. Ήταν πολύ φαρδύ, είχε το ίδιο πλάτος από το πάνω μέρος έως και το κάτω όπου είχε δύο ποδωνάρια (βρακοπόδια). Κατασκευαζόταν από ύφασμα 7-8 πήχεων έντονου χρώματος, μάλλινο ή φανέλα ή βαμβακερό ή πασμάν ή μερινός ή μεταξωτό ή τζιαμφιάζ’ ή και χρυσοκέντητο, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση και την ηλικία.
Αποτελείται από τέσσερα κομμάτια, το δεξί και το αριστερό σκέλος και το καβάλο εμπρός και πίσω. Το ύφασμα του κάθε σκέλους είχε φάρδος 80 εκ. και του καβάλου 70 εκ. Τα τέσσερα αυτά κομμάτια τα ένωναν, και σαν αποτέλεσμα έβγαζαν μια πολύ φαρδιά βράκα που είχε ύψος 1,30 μ. Στη μέση περνούσαν κορδόνι και έτσι το ρούχο σχημάτιζε πολλές πτυχές. Το σαλβάρι το έδεναν στα γόνατα και το υπόλοιπο του υφάσματος έπεφτε στη μέση της γάμπας. Το φάρδος του ήταν τέτοιο που εξυπηρετούσε ως φουρό παλιάς εποχής για να στέκεται όμορφα η ζιπούνα. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν το «ατλάζι» (είδος μεταξιού) και το «ρεγιόν» (τεχνητή μέταξα). Στη λαϊκή φορεσιά τα σαλβάρια τα κατασκεύαζαν από βαμβακερά υφάσματα από λινάρι ή κάνναβη (φυτικές ίνες). Το εσωτερικό ήταν επενδυμένο με κάμποτο ή χασέ.