Γυναικεία Ζωνάρια
Λαχώρ’ (ή ζωνάρ’): Πολύχρωμο τετράγωνο λεπτό μάλλινο ύφασμα, που διπλωνόταν τριγωνικά και δενόταν με δύο δέματα στη μέση της γυναίκας. Στα δύο άκρα που σχημάτιζαν γωνία είχε κουρσία (κρόσια). Επίσης, το ταραπολόζ’ (ή ταραπουλούζ’ ή τραπολόζ’ ή τραπολόζι(ν) που ήταν από μεταξωτό ύφασμα.
Λαχόρ ή λαχόρι Τετράπλευρο υφαντό στον αργαλειό. Ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα. Το σχέδιό του σχημάτιζε κάθετες ρίγες 2-3 εκ. Η μία ρίγα είχε περίπου 8 εκ. απόσταση από την άλλη, και σε αυτό το πλαίσιο σχημάτιζε ψυχεδελικά ημικύκλια τα «λαχούρια». Τα χρώματά του ήταν έντονα, ζωηρά βαμμένα με φυτικές βαφές του σαφράν, της παπαρούνας και του κάστανου. Τα βασικά χρώματα ήταν το πορτοκαλοκόκκινο, το κίτρινο της ώχρας, το μπλε σκούρο, το πράσινο ανοιχτό και το μπεζ. Κάθετα στις δύο άκρες υπήρχαν κλεμία (κρόσια), 10 εκ. η κάθε πλευρά. Πάνω στο λαχόρι οριζόντια της κάθε κάθετης πλευράς έραβαν τα «δέματα», κορδέλες φάρδους 1,5 εκ. Το κάθε «δέμα» είχε μήκος 1,50 μ., και στις δύο άκρες του υπήρχαν πισκούλια(φούντες). Με τα «δέματα» στερέωναν το λαχόρι επάνω στο σώμα. Το λαχόρι είχε φάρδος 1 μ. και μήκος 1,10μ. Το όνομά του το πήρε από την πόλη Λαχόρη του Πακιστάν.
Κοκνέτσα Τετράπλευρο ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους. Ήταν παρόμοιο με το λαχόρι. Το ύφαιναν από «ταγμένο» μαλλί (πολύ άγριο) και βαμβάκι σε πολύ έντονους χρωματισμούς. Σχημάτιζε ρίγες 2-3 εκ. οι οποίες είχαν απόσταση 5 εκ. μεταξύ τους. Στο πλαίσιο των 5 εκ. σχηματίζονταν ρόμβοι. Το φάρδος της ήταν περίπου 95 εκ. έως 1 μ., το μήκος της 1,20 μ. και τα κρόσια 15 εκ. Την «κοκνέτσα» την φορούσαν συνήθως οι γυναίκες στα χωριά πάνω από τη ζιπούνα ή το μεσοφούστανο. Πάνω από την «κοκνέτσα» έδεναν τη «φοτά».
Ταραπουλούζ Γυναικείο μεταξωτό ζωνάρι το οποίο συνδύαζαν οι γυναίκες με το επίσημο ένδυμα. Στην ύφανσή του έβγαζε κάθετες και οριζόντιες ρίγες που είχαν σαν αποτέλεσμα να σχηματίζουν καρό. Υπήρχαν και ταραπουλούζια που σχημάτιζαν μόνο ρίγα. Τα χρώματά του ήταν έντονα ζωηρά στις αποχρώσεις του κίτρινου της ώχρας, του κεραμιδί, του πράσινου, του μπλε και του μπεζ. Το μήκος του ήταν 1,20-1,40 μ. και το φάρδος του 33 εκ. Στις δύο άκρες του σχημάτιζε κλεμία με πισκούλια μικρά. Τα κλεμία είχαν μήκος 15 εκ. Συνήθως ένωναν με γαϊτάνι τρία κομμάτια των 33 εκ. και έβγαζαν φάρδος περίπου 1 μ. Το ταραπουλούζ το έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, επειδή όμως ήταν πιο φαρδύ από τα άλλα ζωνάρια, στο δέσιμό του σχημάτιζε ντραπέ. Το όνομά του το πήρε από την Τρίπολη του Λιβάνου ή ενδεχομένως από την Τρίπολη της Λιβύης.
Πεσταμπάλ ή εμπροστέα από τσόχα Συμπλήρωνε το κουστούμι της Σάντας και το κουστούμι της Τόνιας. Στη Σάντα την φορούσαν πάνω από το πανωφόρι που κατασκευάζονταν και αυτό από τσόχα. Ήταν σε βυσσινί σκούρο, κόκκινο ή καφέ χρώμα. Είχε μήκος 85 εκ. και φάρδος 53 εκ. Περιμετρικά είχε κεντημένο δύο σειρές κορδόνι. Την τσόχινη ποδιά έδεναν με τα «δέματα» (κορδέλες) που στις άκρες τους κρεμόταν κλεμία. Η ποδιά της Τόνιας ήταν κυρίως φτιαγμένη από μαύρη τσόχα σε μήκος 85 εκ. και φάρδος 1,20 μ. Την έδεναν πίσω επανωτιστά (η μια πλευρά έμπαινε πάνω στην άλλη) με δέματα. Η επιφάνειά της ήταν κεντημένη με πορφυρούς και κίτρινους σταυρούς. Περιμετρικά ήταν πλεγμένη με γαϊτάνι.