Ιστορία του Πόντου
Ιστορία Πόντου
Ο Πόντος είναι η ελληνική ονομασία της γεωγραφικής περιοχής των ΒΑ. ακτών της Μικράς Ασίας, η παράλια περιοχή της Καππαδοκίας, ανατολικά της Παφλαγονίας, η οποία σήμερα ανήκει στην Τουρκία. Η γεωγραφική θέση του Πόντου ορίζεται δυτικά από τον ποταμό Παρθένιο της Βιθυνίας, νότια από την οροσειρά Ολγασύς, ανατολικά από τη λεγόμενη Μικρή Αρμενία και βόρεια από τη θάλασσα του Ευξείνου Πόντου που σήμερα ονομάζεται και Μαύρη Θάλασσα (τουρκικά: Καρά-Ντενίζ).
Κατά τον Ηρόδοτο, τον Ξενοφώντα και άλλους αρχαίους ιστορικούς, Πόντος ονομάζεται η επιμήκης και ευρεία παραλιακή χώρα του Εύξεινου Πόντου. Από χωροταξική άποψη περιλαμβάνει τα εδάφη ανάμεσα στον Φάση ποταμό, κοντά στον οποίο βρίσκεται η σημερινή πόλη Βατούμ της Γεωργίας και στην Ηράκλεια την Ποντική. Στο εσωτερικό η περιοχή εκτείνεται σε βάθος 200 έως 300 χιλιομέτρων οριοθετημένη από τις απροσπέλαστες οροσειρές του Σκυσίδη, του Παρυάδρη και του Αντιτα’υρου. Το ορεινό και άγονο σε μεγάλο μέρος του έδαφος διαρρέεται από τους ποταμούς Άλυ, Ίρη, Μελάνθιο, Θερμώδοντα, Χαρσιώτη, Πρύτανη, Πυξίτη και Καλοπόταμο.
Ο Πόντος υπήρξε στην αρχαιότητα πεδίο έντονου ελληνικού αποικισμού αλλά και βασίλειο επί Μιθριδάτη. Στην ύστερη βυζαντινή περίοδο, ξαναϋπήρξε ως ανεξάρτητο κράτος. Μέχρι το 1923 και την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε κατ΄ επιταγή της Συνθήκης της Λωζάνης κατοικούνταν, σε σημαντικό ποσοστό, από ελληνόφωνους χριστιανικούς και μουσουλμανικούς πληθυσμούς.
Ελληνικές αποικίες του Εύξεινου Πόντου
Στους αρχαίους συγγραφείς, Ησίοδο, Πίνδαρο και στους μεταγενέστερους, η λέξη “Πόντος”, όταν χρησιμοποιείται για να ονομάσει θαλάσσιο χώρο, ταυτίζεται με τον Εύξεινο Πόντο. Στους αττικούς ρήτορες η ονομασία “Πόντος” αποδίδεται στην Ταυρική χερσόνησο (Κριμαία), ενώ αργότερα μετά τον Ηρόδοτο και, κυρίως, έπειτα από τον Ξενοφώντα (Κύρου Ανάβασις), οι γεωγράφοι και οι συγγραφείς “Πόντο” αποκαλούν τη νότια περιοχή του Εύξεινου Πόντου, που περιλαμβάνει τον παραλιακό χώρο ανάμεσα στον Άλυ ποταμό και την κολχίδα, ανατολικά της Τραπεζούντας, από την πόλη Διοσκουριάδα ως το δυτικό τμήμα της Σινώπης. Τοποθετώντας την περιοχή αυτή σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο κατά την αρχαιότητα, μπορούμε να την χωρίσουμε στις εξής ιστορικές περιόδους.
Προελληνική αρχαιότητα
Σύμφωνα με πληροφορίες των Ηρόδοτου, Αισχύλου, Ξενοφώντα, καθώς και του Στράβωνα (65 π.Χ.-23 μ.Χ.), στο εσωτερικό της ποντιακής γης ζούσαν διάφοροι γηγενείς λαοί, μερικοί από τους οποίους τα κατοπινά χρόνια εξελληνίστηκαν ή, κατά την ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο, σταδιακά εκχριστιανίστηκαν, όπως έγινε και στις υπόλοιπες ελληνιστικές και βυζαντινές περιοχές.
Σύμφωνα με τις πηγές σε αυτόν τον γεωγραφικό χώρο κατοικούσαν οι Ασοί ή Ασαίοι, οι Σάονες, οι Φθειροφάγοι, οι Επτακωμήτες, οι Ηνίοχοι, οι Σίνδες, οι Σάσπειρες, οι Βέχειροι, οι Βυζήρες, οι Κίσσιοι, οι Παφλαγόνες και οι Αλιζώνες για τους οποίους κάνει μνεία ο Όμηρος. Άλλα φύλα που κατοικούσαν στην περιοχή πριν την έλευση των Ελλήνων ήταν οι Αμαζόνες, οι Λευκοσύροι ή Σύριοι, οι Τιβαρίνοι, οι Μαριανδύνοι, οι Χάλυβες, οι Μοσσύνοικοι, οι Μόσχοι, οι Δρίλλες, οι Μάκρωνες, οι Μακροκέφαλοι, οι Σκυθινοί, οι Καππαδόκες, οι Καύκωνες, οι Χαλδαίοι, οι Σάννοι, οι Κερκίτες, ο Ταοχοί, οι Φασιανοί και οι Κόλχοι.
Από τους λαούς αυτούς πιο γνωστοί στους Έλληνες υπήρξαν οι Κόλχοι ή Λαζοί, οι οποίοι κατοικούσαν στην περιοχή της Λαζίας (Lazona), ανατολικά της Τραπεζούντας, και είχαν πάρει το όνομα τους από τον απόγονο του Αιήτη, Κόλχο. Διακρίνονταν σε πολλές φυλές, όπως Μαχελόνες, Ζυνδρείτες, Άψιλες (Αψίλιους), Αβασγοούς κ.ά. και κατά τον Ηρόδοτο, ήταν αιγυπτιακής καταγωγής, υπολείμματα των στρατευμάτων του Αιγύπτιου βασιλιά Σέσωστρη, που είχε εκστρατεύσει στον Πόντο.
Αυτή η άποψη του Ηροδότου όμως, αντιφάσκει με το γεγονός ότι η γλωσσά των σύγχρονων Λαζών και του συγγενικού τους φίλου, των Μιγγρελίων της Γεωργίας, δεν έχει καμιά σχέση με την γλωσσά των αρχαίων Αιγυπτίων διότι τα λαζικά και τα μιγγρέλικα ανήκουν στον γλωσσολογικό κλάδο του Νότιου Καυκάσου, όπως και η γεωργιανή γλωσσά, ενώ τα αρχαία αιγυπτιακά ανήκουν σε έναν τελείως διαφορετικό γλωσσολογικό κλάδο, αυτόν της αφροασιατικής ομογλωσσίας.
Ο ελληνικός αποικισμός
Η αποστολή του Ιάσονα και των Αργοναυτών στην Κολχίδα, οι περιπλανήσεις του Ορέστη στο Θοανία του Πόντου, οι περιπέτειες του Οδυσσέα στη χώρα των Κιμμερίων, η τιμωρία του Προμηθέα από το Δία και η εξορία του στο Κάυκασο, το ταξίδι του Ηρακλή στον Πόντο, αποτελούν μύθους που αναφέρονται ειδικά στον συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, επιβαιώνοντας την ύπαρξη πανάρχαιων εμπορικών δρομολογίων. Παράλληλα λειτούργησαν σαν μαγνήτες που τράβηξαν τις μεγάλες μάζες των Ελλήνων μεταναστών απ’ τη Ελλάδα στη Μικρά Ασία και τον Πόντο.
Γύρω στο 1000 π.Χ τοποθετούν οι μελετητές την πραγματοποίηση των πρώτων εμπορικών ταξιδιών στην περιοχή αυτή για την αναζήτηση κυρίως χρυσού και άλλων μεταλλευμάτων. Η εποχή του μεγάλου αποικισμού ξεκινά δύο αιώνες αργότερα τον 8ο αι. π.Χ. με τη Μίλητο της Ιωνίας να αποικίζει τα παράλια του Εύξεινου Πόντου ιδρύοντας τη Σινώπη σε εξαιρετικά στρατηγική θέση εξαιτείας του καλού λιμανιού της και της δυνατότητας ομαλής επικοινωνίας με τις γύρω περιοχές.
Η Σινώπη, με την σειρά της ίδρυσε το 756 π.Χ την Τραπεζούντα, την Κρώμνα, το Πτέρυον,την Κύτωρο και άλλες φημισμένες πόλεις της περιοχής. Όμορφη και επιβλητική, η Σινώπη αναδείχθηκε γρήγορα σε ένα αξιόλογο λιμάνι, αποκτώντας πολυάριθμο στόλο και ισχύ. Σημειώνεται πως η Τραπεζούντα έως την εποχή του Ξενοφώντα ήταν φόρου υποτελής οικειοθελώς στην πόλη–Μητρόπολη Σινώπη.
Ο Ξενοφώντας στο έργο του Κύρου Ανάβασις, το 401 π.Χ περιγράφει την πατροπαράδοτη φιλοξενία των Ελλήνων του Πόντου, που γνώρισε ο ίδιος και οι “Μύριοι” μένοντας τριάντα μέρες στην Τραπεζούντα. Οι ελληνοπρεπείς γιορτές που περιγράφει περιλάμβαναν αθλητικούς αγώνες προς τιμήν του ελληνικού δωδεκάθεου και τον ένοπλο Πυρρίχιο χορό. Επιπλέον χαρακτηρίζει την πόλη “πόλιν Ελληνίδα μεγάλην και ευδαίμονα”.
Ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων, ο οποίος καταγόταν από την Αμάσεια του Πόντου, περιγράφει την περιοχή στα Γεωγραφικά του ως χώρα με εύκρατο κλίμα χωρίς ξηρασία, πολύ ευνοϊκή για την ενασχόληση με την αγροτική παραγωγή, την κτηνοτροφία και το κυνήγι. Από τη Σινώπη καταγόταν ο φιλόσοφος Διογένης ο Κυνικός, ο διασημότερος εκπρόσωπος της κυνικής σχολής στην αρχαιότητα.
Η περσική κυριαρχία
Μετά την κατάλυση του μηδικού κράτους από τον Κύρο των Περσών, ο Πόντος θα περάσει στην κηδεμονία της Περσίας, χωρίς να γνωρίσει τους καταστροφικούς πολέμους της περσικής επέκτασης. Οι πόλεις, κυρίως της μικρασιατικής παραλίας μέχρι την Κολχίδα, επί περσικής επικυριαρχίας, υπάγονταν στο μέγα βασιλέα, ενώ διατηρούσαν παράλληλα εσωτερική αυτονομία.
Επί της δυναστείας των Αχαιμενιδών, οι πόλεις της ανατολικής μικρασιατικής παραλίας υπάγονταν στην ίδια σατραπεία, αλλά η κυριαρχία τους ήταν περισσότερο τυπική, διότι επί Ξενοφώντα πολλές από τις γειτονικές φυλές ήταν σχεδόν ανεξάρτητες και πολεμούσαν συχνά τις ελληνικές πόλεις. Οι Πέρσες αυτονομούν επίσης τον Πόντο από την οικονομική ζωή του Αιγαίου, δημιουργώντας την εμπορική οδό από την Έφεσο ως τα Σούσα, μέσω της οποίας οι μεταφορές γίνονταν δια ξηράς, λόγω περισσότερης ασφάλειας και συντομίας, αφού τα προϊόντα διοχετεύονταν κατευθείαν στη μεγάλη αγορά της Μεσοποταμίας.
Σύμφωνα δε με τον Ξενοφώντα και τον Ηρόδοτο, η Τραπεζούντα και η γύρω από αυτήν περιοχή δεν είχαν γνωρίσει τον περσικό ζυγό, λόγω του ότι οι Κόλχοι και οι Χαλδαίοι είχαν παραμείνει αυτόνομοι, αφού ο Δαρείος ασχολήθηκε περισσότερο με τον ελληνικό χώρο, ο Κύρος νικήθηκε στο μέτωπο των σκυθικών χωρών και ο Καμβύσης στράφηκε κυρίως στην Αίγυπτο και την Αραβία.
Σημαντικές πληροφορίες για τις ελληνικές πόλεις του Πόντου, κατά τη διάρκεια της περσικής επικυριαρχίας, αποκομίζονται από έργο του Ξενοφώντα «Κύρου Ανάβασις», όπου περιγράφεται η Κάθοδος των Μυρίων (401-400 π.Χ.), των Ελλήνων δηλαδή στρατιωτών που πολέμησαν ως μισθοφόροι στο πλευρό του Κύρου εναντίον του αδελφού του, Αρταξέρξη.
Μετά τη συμπλοκή όμως των δύο αδελφών και το θάνατο του Κύρου, οι Έλληνες βρέθηκαν μόνοι στο εσωτερικό της εχθρικής χώρας προσπαθώντας με τεράστιες δυσκολίες να φτάσουν στα ελληνικά εδάφη.
Όταν από το όρος Θήχης αντίκρισαν τη θάλασσα (Εύξεινος Πόντος), ένιωσαν ότι βρίσκονται στην Ελλάδα. Στο έργο αναφέρεται η άφιξη τους στην Τραπεζούντα (401 π.Χ.) η οποία ήταν υποτελής στη μητρική πόλη Σινώπη, καθώς και η βοήθεια όλων των άλλων Ελλήνων κατοίκων των παράλιων αποικιών του Εύξεινου Πόντου — Κερασούντας, Κοτυώρων, Σινώπης, Ηράκλειας— για να διεκπεραιωθούν στη Θράκη.
Εποχή του Μ. Αλεξάνδρου
Κατά την εποχή ανάμεσα στο πέρασμα του Ξενοφώντα μέχρι την κοσμοκρατορία του Μ. Αλεξάνδρου, η Τραπεζούντα και όλες οι ελληνικές αποικιακές πόλεις του Ευξείνου απόλαυσαν περιόδου ειρήνης και ευημερίας, επεκτεινόμενες επίσης όχι μόνο στα παράλια μέρη, αλλά και προς το εσωτερικό της περιοχής, εξελληνίζοντας συνέχεια όλο και περισσότερα φύλα.
Κατά τον Γερμανό ιστορικό Fallmerayer ” οι Τραπεζούντιοι, σοφότεροι από τα αδελφά κράτη στις ακτές της Ιωνίας, ήξεραν να επιλέγουν μάλλον τα πλεονεκτήματα μιας ονομαστικής εξάρτησης από έναν μακρινό μονάρχη παρά εκείνα μιας πολυτάραχης αυτονομίας, και ήταν ευτυχισμένοικαι πλούσιοι, ενώ η Φώκαια και η Μίλητος δεν άργησαν να μεταβληθούν σε ερείπια”.
Με αυτό τον τρόπο ενισχύθηκαν και ανακάλυψαν νέες πηγές πλούτου, όπως άργυρο, χαλκό και σίδηρο, μέταλλα που βρίσκονταν ακόμα και στις δασώδεις και ορεινές περιοχές.
Ως εξελληνισμένες περιοχές κατά την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου αναφέρονται τα Κόμανα, τα Κάβειρα, η Γαζίουρα και η Αμάσεια. Την ίδια περίοδο η Τραπεζούντα, τα Κοτύωρα, η Αμισός και η Σινώπη βρίσκονταν σε υψηλό επίπεδο εμπορικής και πολιτικής δύναμης όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς από τα πολυάριθμα νομίσματα, έχοντας παράλληλα απόλυτη αυτονομία και ανεξαρτησία. Αναφέρεται μάλιστα ότι ο Μ. Αλέξανδρος επανέφερε το δημοκρατικό πολίτευμα στην πόλη Αμισό, που το είχε στερηθεί επί Περσοκρατίας.
Με λίγα λόγια, η ελληνική παιδεία, ο ελληνικός τρόπος ζωής και η ελληνική γλώσσα θα εξαπλωθούν σε όλες τις αποικίες και, μέσω των στενών του Ελλησπόντου, θα ανοίξουν δρόμους για εμπορικές συναλλαγές, μεγαλώνοντας έτσι την οικονομική και πολιτιστική αίγλη των ελληνικών ποντιακών πόλεων.
Το 120 π.Χ. τον διαδέχεται ο γιός του Μιθριδάτης ΣΤ΄ Ευπάτωρ (120-63 π.Χ.). επί βασιλείας του οποίου το βασίλειο του Πόντου έφτασε στο υψηλότερο σημείο της ακμής του και απέκτησε πολύ μεγάλη φήμη. Η παιδεία που δέχτηκε ο Μιθριδάτης από την Ελληνίδα μητέρα του, τη γυναίκα του αλλά και από τους Έλληνες αξιωματικούς, ιστορικούς, ποιητές, πολιτικούς και φιλοσόφους του περίγυρού του, τον κατέστησε γνωστό σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο εκείνης της εποχής. Επιχειρώντας να πραγματοποιήσει τη φιλοδοξία του για την ίδρυση εξελληνισμένου ασιατικού κράτους, ήλθε αντιμέτωπος με την πανίσχυρη τότε ρωμαϊκή αυτοκρατορία και πραγματοποίησε εναντίον της 4 πολέμους, που είναι γνωστοί ως Μιθριδατικοί Πόλεμοι.
Κατά τον Α’ Μιθριδατικό Πόλεμο (89-84 π.Χ.) ο Μιθριδάτης, έχοντας ως σύμμαχο το βασιλιά της Αρμενίας, Τιγράνη, εξόντωσε 80.000, περίπου,Ρωμαίους που βρίσκονταν στη Μικρά Ασία («Εφέσιος Εσπερινός», 88 π.Χ.), πήρε με το μέρος του την Αθήνα, τη Βοιωτία και τη Λακεδαίμονα, κατέλαβε τη Δήλο και ανάγκασε τον επικεφαλής των ρωμαϊκών δυνάμεων, Λεύκιο Κορνήλιο Σύλλα, να υπογράψει τη συνθήκη της Δαρδάνου. Κατά το Β’ Μιθριδατικό Πόλεμο (83-81) ο Μιθριδάτης κατέλαβε τμήμα της Καππαδοκίας.
Ο τρίτος και ο τέταρτος πόλεμος απέβησαν μοιραίοι για τον Πόντιο βασιλιά, γιατί, αφού υπέστη αρχικά ήττες από το Ρωμαίο ύπατο, Μάριο Αυρήλιο Κόττα, στη Χαλκηδόνα, δέχτηκε το τελικό χτύπημα από τον Γναίο Πομπήιο (64 π.Χ.) που κατέλαβε τη Σινώπη και τελευταία την Τραπεζούντα (63 π.Χ.).
Με την κατάλυση του βυζαντινού κράτους από τους σταυροφόρους (1204) οι αδελφοί Αλέξιος και Δαβίδ, απόγονοι της αυτοκρατορικής δυναστείας των Κομνηνών, ίδρυσαν στην περιοχή του Πόντου ανεξάρτητο βασίλειο, γνωστό και ως «Αυτοκρατορία των Μεγάλων Κομνηνών». Στα 257 χρόνια της, ο Πόντος γνώρισε μεγάλη οικονομική ευμάρεια και πολιτιστική ακμή.
Το λιμάνι της Τραπεζούντας αναπτύχθηκε σε κέντρο εμπορίου, όπου έδρευαν προξενεία Γενουατών, Μασσαλιωτών, Βενετών, κ.ά. Οι τελωνειακοί φόροι και η παραγωγή μεταλλευμάτων εξασφάλιζαν την οικονομική ευρωστία του κράτους.
Οι Μεγαλοκομνηνοί ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για την καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών. Οι μονές του Πόντου έγιναν κέντρα πολιτιστικής ανάπτυξης, που προσέλκυσαν πολλούς λόγιους της πρώην Βασιλεύουσας. Πόντιοι λόγιοι όπως ο χρονικογράφος Μιχαήλ Πανάρετος, ο μαθηματικός και αστρονόμος Γρηγόριος Χιονιάδης και οι θεολόγοι Βησσαρίων, Γεώργιος Τραπεζούντιος και Γεώργιος Αμιρούτζης διέπρεψαν στις επιστήμες. Οι θαυμάσιες τοιχογραφίες και τα χειρόγραφα που σώζονται μαρτυρούν την ιδιαίτερη ανάπτυξη της ζωγραφικής, ενώ σπουδαία κτίσματα, εκκλησίες, μονές, ανάκτορα και δημόσια κτίρια δείχνουν τη λαμπρότητα της εποχής.
Με σύμβολο τον μονοκέφαλο αετό και προστάτη τον Άγιο Ευγένιο, πολιούχο Τραπεζούντας, οι Μεγαλοκομνηνοί διατήρησαν την αυτοκρατορία τους ως το 1461, οκτώ χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, οπότε υπέκυψε και ο Πόντος στους Οθωμανούς.
Η οθωμανική κυριαρχία
Ο Πόντος μοιράστηκε από τους Οθωμανούς σε δύο μπεηλερμπεάτα, κάτι σαν τα Θέματα των Βυζαντινών: της Τραπεζούντας και του «Ρουμ», δηλαδή των Ρωμιών, που περιλάμβανε τα δυτικά εδάφη και το εσωτερικό του Πόντου.
Κατά τον 18ο αιώνα, στο χώρο του μικρασιατικού Πόντου υπήρχαν τρεις μητροπόλεις, η μητρόπολη Αμασείας με τίτλο μητροπολίτη «Υπέρτιμος και έξαρχος παντός Ευξείνου Πόντου», Νεοκαισαρείας και Ινέου με τίτλο «Υπέρτιμος και έξαρχος Πόντου Πολεμωνιακού» και Τραπεζούντας με τίτλο «Υπέρτιμος έξαρχος πάσης Λαζικής».
Η ελληνική κοινωνία του μικρασιατικού Πόντου θα σημαδευτεί – όπως και κάθε άλλο μέρος του ελληνικού κόσμου- από τον εξισλαμισμό και την εμφάνιση του κρυπτοχριστιανικού φαινομένου. Το πρώτο κύμα εξισλαμισμών θα εμφανιστεί μετά την παράδοση της Τραπεζούντας στους Οθωμανούς.
Οι χριστιανοί εκδιώκονται και περιθωριοποιούνται και οι εκκλησίες μετατρέπονται σε τεμένη. Στη Τραπεζούντα και στην περιφέρειά της οι εξισλαμισμοί θα λάβουν μεγάλη έκταση. Οκτώ χιλιάδες χριστιανοί από την πάλαι ποτέ πρωτεύουσα των Κομνηνών θα ιδρύσουν ορεινούς οικισμούς στην περιοχή της Θοανίας, που θα μείνει γνωστή ως Τόνια. Οι πληθυσμοί αυτοί θα εξισλαμιστούν στη συνέχεια. Το μεγάλο κύμα εξισλαμισμών θα ενσκήψει στα τέλη του 17ου αιώνα. Ο μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος πληροφορεί οτι οι εξισλαμισμοί στον Πόντο πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 1648-1687 από τις πιέσεις των φεουδαρχών, των Ντερεμπέηδων.
Γράφει ο Χρύσανθος: “Ενεκα των από των Τερε-βέηδων πιέσεων τούτων και των δεινών διωγμών οι από του ποταμού Ακάμψιος (Τσορόχ) μέχρι Τραπεζούντος συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί, οι κατοικούντες τας περιφερείας Ριζαίου, Οφεως, Σουρμένων και Γημωράς εξισλαμίστηκαν αθρόως. Οι χριστιανοί της περιφέρειας Οφεως είχον εξισλαμισθεί κατά την παράδοσιν ομού μετά του επισκόπου αυτών Αλεξάνδρου μετονομασθέντος Ισκεντέρ…”.
Ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος επισκέφθηκε την Τραπεζούντα το 1681 και δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τον εξισλαμισμό των Ελλήνων. Αναφέρει ότι τον χρόνο της επίσκεψής του επραγματοποιήθει ο εξισλαμισμός των ελληνικών πληθυσμών της Θοανίας, της Τόνγιας. Σε οθωμανικό ντοκουμέντο που αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της ζωής του υπόδουλου ποντιακού ελληνισμού ένα αιώνα μετά την άλωση της Τραπεζούντας συμπεραίνεται ότι “θεώρησαν πιο αρμόζον και συμφέρον γι αυτούς να αλλαξοπιστήσουν για να βελτιώσουν την κοινωνική τους κατάσταση.”
Από τα τέλη του 17ου αιώνα θα ξεκινήσει η εκπαιδευτική κίνηση στον Πόντο όπως και στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο. Η Τραπεζούντα θα εξελιχθεί σε κέντρο των ελληνικών γραμμάτων. Το πρώτο σχολείο που λειτούργησε ήταν το «Φροντιστήριον Τραπεζούντος» το 1682. Στη Σινώπη υπήρχε ελληνικό σχολείο από το 1675.
Στην Αργυρούπολη ιδρύθηκε το 1733 και στα τέλη του 18ου αιώνα ιδρύθηκαν σχολεία στη Σαμψούντα και στην Κερασούντα. Κατά το 19ο αιώνα εκατοντάδες ελληνικά και αλληλοδιδακτικά σχολεία ιδρύθηκαν στον Πόντο.
Κατά την περίοδο των μεταλεξανδρινών χρόνων ιδρύθηκε στην περιοχή του Πόντου ένα βασίλειο με ισχυρά ελληνικές επιρροές, γνωστό ως ελληνιστικό βασίλειο του Πόντου (302/301-64/63 π.Χ.). Δημιουργός του κράτους υπήρξε ο πρώην σατράπης της Κίου, Μιθριδάτης, ο οποίος έκανε πρωτεύουσά του την Αμάσεια. Αρχικά το κράτος αυτό περιελάμβανε την Καππαδοκία (Μεγάλη Καππαδοκία και Καππαδοκία του Πόντου), αλλά αργότερα επεκτάθηκε και στις ελληνικές πόλεις των ακτών του Ευξείνου. Η ελληνική γλώσσα καθιερώθηκε στο βασίλειο ως επίσημη γλώσσα.
Η ελληνική θρησκεία και λατρεία κυριάρχησαν παντού και χτίστηκαν ναοί προς τιμήν των Ολύμπιων Θεών σε ολόκληρο τον Πόντο. Το δωδεκάθεο του Ολύμπου αφομοίωσε τις περισσότερες περσικές και ντόπιες θεότητες. Στα Κόμανα του Πόντου, μαζί με την τοπική θεά Αναΐτιδα, λατευότνα και ο Απόλλωνας, η Αθηνά, ο Διόνυσος και η Νίκη, στην Κερασούντα ο Δίας, ο Διόνυσος, ο Ασκληπιός, ο Πόσειδώνας, ο Πάνας και ο Ηρακλής ενώ στην Τραπεζούντα ο Ερμή, ο Διόνυσος, ο Πάνας και ο Ηρακλής.Η λατρεία του περσικού θεού Μίθρα δεν έκλειψε ποτέ αλλά με το πέρασμα του χρόνου ελληνοποιήθηκε και ταυτίστηκε με τους Ήλιο, Απόλλωνα και Ερμή.
Ανάμεσα στις νέες κτήσεις του Μιθριδάτη περιλαμβανόταν και η Τραπεζούντα. Στη συνέχεια, στο βασίλειο ενσωματώθηκαν και διάφορες φυλές εξ ανατολών, όπως οι Τιβαρηνοί, οι Μοσσύνοικοι, οι Μάκρωνες κ.ά. Οι ανεπτυγμένες ελληνικές πόλεις παρέμειναν εμπορικά κέντρα, ενώ η καλλιέργεια της γης αποτελούσε την κύρια απασχόληση των κατοίκων, ιδιαίτερα στις κοιλάδες και τα δέλτα των ποταμών. Μεγάλη υπήρξε επίσης και η εκμετάλλευση των πλούσιων κοιτασμάτων αργύρου, σιδήρου, χαλκού. Περί το 2ο αι. π.Χ. το Κράτος του Πόντου εγκαινίασε επιθετική πολιτική με την κατάληψη της Σινώπης από το Φαρνάκη Α’ (βασ. 185-169 π.Χ.), καθώς και των Ποντικών Ορέων και της παραλιακής ζώνης του Ευξείνου (Κερασούντα, Κύτωρο, Αρμήνη κ.ά.). Αφού στο βασίλειο συμπεριλήφθηκε και η Τραπεζούντα, επί Φαρνάκη Α’ και των διαδόχων του ευνοήθηκαν οι οικονομικές συμφωνίες με τη χερσόνησο της Κριμαίας, καθώς και οι πολιτικοί και οικονομικοί δεσμοί με τη Δήλο και την Αθήνα.
Οι πολυάριθμες νομισματικές συλλογές των πόλεων της Τραπεζούντας, της Αμισού, των Κοτυώρων και της Σινώπης επιβεβαιώνουν την οικονομική, εμπορική και πολιτική ακμή εκείνης της περιόδου, η οποία δεν ανατράπηκε ούτε μετά την κατάληψη της Τραπεζούντας το 63 π.Χ από τον Ρωμαίο Ύπατο Πομπήιο.Κατά την εποχή της βασιλείας του Μιθριδάτη Ε’ του Ευεργέτη (περίπου 150-120 π.Χ.) δημιουργήθηκε μισθοφορικός στρατός σύμφωνα με τα ελληνικά πρότυπα.