Καλύμματα Κεφαλής
Τεπελίκ, τεπελίκι (κορυφή) ή τάπλα (δίσκος) Τουρκικές λέξεις. Δισκοειδές καπελάκι που κοσμούσε το γυναικείο κεφάλι. Πήρε το όνομά του από τη λέξη «τεπέ» που σημαίνει κορυφή. Το κατασκεύαζαν εσωτερικά από σκληρό χαρτί (χαρτόνι) και εξωτερικά από τσόχα, σκληρό κάμποτο ή βελούδο. Η περίμετρός του ήταν 10 εκ. Ημικυκλικά περνούσαν χαρτί χοντρό ενός εκατοστού και πάνω σε αυτό έραβαν μία ή δύο σειρές φλουριά κωνσταντινάτα.
Το πάνω μέρος το κάλυπταν με μέταλλο σφυρήλατο σε διάφορα σχέδια, ή σύρμα φτιαγμένο στο χέρι. Στις δύο μεριές, δεξιά και αριστερά, έραβαν κορδέλες τις οποίες έδεναν πίσω στο κεφάλι. Το τεπελίκ το συναντούμε σε όλες τις περιοχές του Πόντου να συνοδεύει τη ζιπούνα. Τεπελίκια φορούσαν και οι γυναίκες στην Αρμενία, την Καππαδοκία και τη Μ. Ασία. Από έρευνα προκύπτει ότι σε κάποιες περιοχές (Καρς) φορούσαν τεπελίκια που κάλυπταν όλη την περίμετρο της κεφαλής.
Κουρσίν Η λέξη είναι τουρκική. ήταν είδος τεπελίκι κεντημένο πάνω με χρυσό νήμα ή με κεντημένο άνθος στο μέσο. Κάποτε έφερο κρόσσο από νήματα χρυσά και κρέμονταν στον αριστερό κρόταφο. Ολόγυρα είχε φλουριά και δενόταν με δύο δέρματα κάτω από την πλεξίδα. Κουρσίν ονόμαζαν το χρυσό κορδόνι. Υπήρχαν τεπελίκια που στην κορυφή, αντί για μέταλλο, είχαν κεντητό χρυσό κορδόνι, με αποτέλεσμα να ονομάζεται κουρσίν ολόκληρη η τάπλα.
Καμαρωτέρ ή Καμαρα ή Βαλά: Ήταν το νυφικό πέπλο με όλα τα στολίδια και τα κοσμήματα που το συνόδευαν, φοριόταν μόνο στον γάμο. Κάλυπτε εκτός από το κεφάλι , το στήθος και την πλάτη μέχρι την μέση ή όλο το σώμα.Το βαλά το φορούσαν οι νύφες στην περιοχή του Ακ Νταγ Ματέν. Σε άλλες περιοχές του πόντου η βαλά σκέπαζε ολόκληρο το σώμα της νύφης μπρός και πίσω ως την μέση. Συνήθως κατασκευαζόταν από κίτρινο μεταξωτό ύφασμα.
Η καγιά ήταν επίσης ποδήρης καλύπτρα. Το καμαρωτέρ’ ήταν η συνήθης νυφική καλύπτρα (στη Λιβερά λεγόταν και καμάρα). Λεγόταν και τουβάκι (Κοτύωρα, Σινώπη) καθώς και λετζέκ’ (Σούρμενα) και τουλ’ (Πουλαντζάκη).
Το Πουλούν ή Πουρλούν : Είναι ένα πολύ λεπτό κάλυμμα, χρώματος κόκκινο ή πράσινο, που το φορούσε στο κεφάλι η νύφη μετά την στέψη. Σε ορισμένα μέρη του πόντου αντικαθιστούσε το καμαρωτέρ
Λετσέκ Μαντίλι τετράγωνο που το δίπλωναν στη μέση και το φορούσαν οι γυναίκες μέσης ηλικίας στο κεφάλι. Το λετσέκ είχε διαστάσεις 1,20 x 1,20 μ. Ήταν σκουρόχρωμο και στο εσωτερικό σχημάτιζε διάφορα σχέδια από το ίδιο το υφάδι του σε έντονα χρώματα. Περιμετρικά ήταν πλεγμένο γαϊτάνι ή δαντέλα χειροποίητη. Υπήρχαν μαντίλια κεντημένα. Το ύφασμα ήταν ταγμένη λινάτσα (πυκνή) ή καμβάς (γάζα). Το λετσέκ το φορούσαν τριγωνικά στο κεφάλι πάνω από το τεπελίκι ή χωρίς αυτό. Το άφηναν λυτό και οι δύο άκρες του έπεφταν στους ώμους. Στην περιοχή της Ματσούκας το φορούσαν δεμένο. Η δεξιά άκρη του περνούσε στην αριστερή μεριά του λαιμού και η αριστερή άκρη του στην δεξιά μεριά του λαιμού. Σταύρωνε κάτω από το πιγούνι και έδενε πίσω στο κάτω μέρος της κεφαλής.
Στη Λιβερά χρησιμοποιούσαν τετράγωνο, διπλωμένο τριγωνικά, λευκό μαντήλι, την κατζοδέτραν, που κάλυπτε όλο το τριχωτό μέρος της κεφαλής. Τα άκρα της στριφογύριζαν και έδεναν πάνω από το μέτωπο. Πάνω της έδεναν με όμοιο τρόπο και άλλο κάλυμμα, το λετζέκ’, μαντήλι βαμβακερό με σταμπωτά κλαδιά και πάνω του δεύτερο λετζέκ’
Τσίτι ή κατζοδέτρα Τετράγωνο μαντίλι καθημερινής χρήσης που το φορούσαν οι κοπέλες και οι γυναίκες του ορεινού Πόντου. Οι διαστάσεις ήταν 1×1 μ. ή 80×80 εκ. Το ύφασμα ήταν τσελβόλ, λινό, βισκόζι ή γάζα. Συνήθως τα συγκεκριμένα μαντίλια ήταν μονόχρωμα, σκούρα αλλά και ανοιχτής απόχρωσης. Στην περιοχή της Τόνιας ήταν άσπρα και μαύρα. Στη Σάντα το χρώμα ήταν το μαύρο, με λουλούδια σε έντονους χρωματισμούς. Στη Νικόπολη ήταν το σκούρο μπλε, το σκούρο καφέ και το μαύρο. Στον δυτικό Πόντο (Σαφράμπολη, Πάφρα και Σινώπη) συναντούμε μαντίλια σε άσπρο, σε μπεζ και σε κόκκινο χρώμα. Το δέσιμο στην περιοχή της Ματσούκας κάλυπτε το πιγούνι αλλά το μέτωπο ήταν ανοιχτό. Στη Σάντα οι δύο άκρες σταύρωναν κατευθείαν πίσω στο λαιμό, περνούσαν από το ύψος των κροτάφων πλάι στην κορυφή της κεφαλής. Στη Νικόπολη αλλά και σε άλλα χωριά της Ματσούκας το μαντίλι κάλυπτε το μέτωπο και το πιγούνι και έδενε πίσω στο λαιμό. Στον δυτικό Πόντο τα κεντημένα μαντίλια τα άφηναν λυτά, με τις άκρες να πέφτουν στους ώμους. Τα μονόχρωμα και σταμπωτά τα έδεναν μπροστά στο λαιμό, κάτω από το πιγούνι.
Το φιντσάν’ ή κουκούλ’: το φορούσαν οι ηλικιωμένες. Σε μεταγενέστερους χρόνους φορούσαν τα τσαμπάρα, δηλαδή πολλά τσίτεα το ένα πάνω στο άλλο με μια βοχτσά πάνω από όλα.
Από τα τσίτεα που υπήρχαν στα τσαμπάρα εκείνο που δενόταν ήταν λευκό ενώ τα υπόλοιπα ήταν σκούρου χρώματος ή μαύρα. Το τεπελίκ’ καθώς και την τάπλα έφεραν στην κεφαλή κάπως λοξά και χαμηλά κάπως στο μέτωπο. Τα δύο αυτά είδη κεφαλοκαλυμμάτων καθώς και το κουρσίν στερεωνόταν με κορδόνια μεταξωτά, που δένονταν ή πίσω και κάτω από την πλεξίδα ή κάτω από το λαιμό αφού περνούσαν κάτω από τα αυτιά.
Το τερλίκ’ και ταρλίκ’, κάλυμμα της κεφαλής κεντημένο με χρωματιστά νήματα, έφερε κάποτε νομίσματα στο γύρο, πούρτζα (σατζάκι) και κέντημα σε σχήμα μικρών τριγώνων.
Το σαλ’ ήταν μάλλινο ύφασμα τετράγωνο μονόχρωμο ή πολύχρωμο που κάλυπτε σαν μπέρτα την κεφαλή, τα νώτα και τη μέση.
Το τσαρκούλ’, πλατύ σαν το τούρκικο σαρτσάφ’ ήταν κάλυμμα μεταξωτό λευκό που κάλυπτε όλο το σώμα της γυναίκας από την κεφαλή ως τα πόδια. Στο Καραπερτσίν Αμισού, τσαρκούλ’ έλεγαν και το καμαρωτέρ’.