«Καμίαν ‘κί ανασπάλω»
Εκατό χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την πιο μαύρη σελίδα στην ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού. Έναν αιώνα μετά, η μνήμη παραμένει ζωντανή, όπως και ο αγώνας για τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων.
Χρειάστηκαν λίγα μόνο χρόνια ώστε να γίνει εφικτό αυτό που οι Οθωμανοί δεν είχαν καταφέρει επί αιώνες. Να σβήσουν το ελληνικό στοιχείο. Με πρωτοφανή βαρβαρότητα και ακόμη πιο σοκαριστική μεθοδικότητα και σχεδιασμό, οι Νεότουρκοι επιχείρησαν να αφανίσουν τον ποντιακό ελληνισμό από την περιοχή. Μπορεί αριθμητικά να το κατάφεραν, απέτυχαν παταγωδώς ωστόσο να “σβήσουν” την ποντιακή ψυχή και την ιστορική μνήμη για τη Γενοκτονία των Ποντίων, που σήμερα 19 Μαΐου και 100 χρόνια μετά την τραγωδία παραμένει πιο ζωντανή και επίκαιρη από ποτέ.
100 χρόνια από τη Γενοκτονία των Ποντίων: 5 πράγματα που πρέπει να ξέρεις
- Θεματοφύλακες του Ελληνισμού
Μετά τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι Πόντιοι συνέχισαν να ζουν στα βόρεια της Μικράς Ασίας, τον Πόντο. Αν και αποκομμένοι από τον εθνικό κορμό, το φρόνημα και η ελληνική τους συνείδηση παρέμειναν αναλλοίωτα στο πέρασμα των αιώνων, ακόμη και μετά την Άλωση της Τραπεζούνας το 1461 από τους Οθωμανούς. Αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι αποτελούν ένα εκλεκτό τμήμα του ελληνισμού, κυριάρχησαν στην οικονομική και πνευματική ανάπτυξη της περιοχής, αν και αριθμητικά ήταν μειονότητα. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να ακολουθήσει και μία δημογραφική “έκρηξη”, εφόσον ο αριθμός τους υπολογίζεται ότι από 265.000 μετά τα μέσα του 17ου αιώνα, ξεπέρασε τις 700.000 στις αρχές του 20ου. Διέθεταν σχολεία, μεταξύ των οποίων το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, εφημερίδες, περιοδικά, θέατρα και λέσχες.
- Όσα δεν έγιναν σε 5 αιώνες, έγιναν σε 5 χρόνια
Η αναρρίχηση των Νεότουρκων στην εξουσία το 1908 και η περιθωριοποίηση του Σουλτάνου δημιούργησε αρχικά υψηλές προσδοκίες στους πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που έπνεε τα λοίσθια, οι οποίες τελικά διαψεύστηκαν με τον πλέον δραματικό και βάρβαρο τρόπο. Δείχνοντας ένα σκληρό εθνικιστικό πρόσωπο, οι Νεότουρκοι έβαλαν στο στόχαστρο τους χριστιανικούς πληθυσμούς, προωθώντας τον απόλυτο εκτουρκισμό της περιοχής. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν η ιδανική συγκυρία, δεδομένου ότι το ενδιαφέρον των μεγάλων δυνάμεων της εποχής ήταν στραμμένο αλλού και το σχέδιο εξόντωσης των ελληνικών και χριστιανικών πληθυσμών της περιοχής μπήκε σε εφαρμογή.
Η αρχή γίνεται με τα “Τάγματα Εργασίας” (“Αμελέ Ταμπουρού”) στα οποία εξαναγκάστηκαν να δουλεύουν Πόντιοι που δούλευαν κάτω από εξοντωτικές και απάνθρωπες συνθήκες σε λατομεία, ορυχεία και διανοίξεις δρόμων. Την ίδια περίοδο πραματοποιούνται ταυτόχρονα συστηματικές και οργανωμένες καταπατήσεις των δικαιωμάτων των πληθυσμών αυτών, πυρπολήσεις των χωριών τους, εξορίες. “Καραβάνια” ανθρώπων εγκαταλείπουν τις εστίες τους ή ξεκινούν αντάρτικα στα βουνά. Χιλιάδες πεθαίνουν από το κρύο, την πείνα και τις κακουχίες.
- Η απόφράδα 19η Μαΐου 1919
Στις 19 Μαΐου 1919, ο Μουσταφά Κεμάλ πατάει το πόδι του στη Σαμψούντα και ξεκινάει και τυπικά η τελευταία και πιο άγρια φάση του σχεδίου εξόντωσης. Λίγες μέρες αργότερα, δίνει αμετάκλητη εντολή για διενέργεια μαζικών επιχειρήσεων κατά του πληθυσμού. Μετά και τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1916, οι σφαγές, οι πυρπολήσεις χωριών και η εκτοπίσεις πληθυσμών γίνονται πλέον χωρίς έλεος. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι από τις 25.000 Έλληνες που ζούσαν στις περιοχές της Μπάφρας και του Ααζάμ, το 90% δολοφονήθηκε. Οι Τούρκοι προχώρησαν ακόμη και σε αναγκαστικές αποσπάσεις παιδιών από τις οικογένειές τους, τα οποία και έδιναν στα χαρέμια εύπορων Τούρκων. Μέχρι το 1923, η επιχείρηση είχε ολοκληρωθεί, βαμμένη στο αίμα εκατοντάδων χιλιάδων αθώων.
Για τον ακριβή αριθμό θυμάτων η εικόνα παραμένει ασαφής. Με βεβαιότητα ξεπέρασαν τις 200.000, ενώ σύμφωνα με ακτιβιστές για τη διεθνή αναγνώριση της Ποντιακής Γενοκτονίας, ξεπέρασε τις 353.000. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού κατέφυγε στην Ελλάδα, συμβάλλοντας σημαντικά στην ανόρθωση του ελληνικού κράτους, ενώ σημαντικός αριθμός των Ποντίων βρέθηκαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία. Ο πυρήνας αυτός παραμένει ακμάζων, ενεργός και δραστήριος ως τις μέρες μας, παρά το γεγονός ότι πολλοί επέλεξαν να επιστρέψουν στον ελλαδικό χώρο μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ.
Με αφορμή τη συμπλήρωση των 100 χρόνων από τη Γενοκτονία των Ποντίων εγκαινιάστηκε ένα μεγάλο μνημείο στην πόλη Εσεντουκί κοντά στην Σταυρούπολη της Ρωσίας, έχοντας χαραγμένη στη βάση του την φράση “Δεν ξεχνάμε” στα ελληνικά και στα ρωσικά.
- 25 χρόνια από την καθυστερημένη αναγνώριση στην Ελλάδα
Η Βουλή των Ελλήνων,αναγνώρισε τη γενοκτονία το 1994 και ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαϊου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο». Το 1998, η Βουλή ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 14ης Σεπτεμβρίου ως «ημέρα εθνικής μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος». Εκτός από την Ελλάδα, τη Γενοκτονία των Ποντίων αναγνωρίζουν επίσημα η Κύπρος, η Αρμενία, η Σουηδία, ορισμένες ομοσπονδιακές δημοκρατίες της Ρωσίας, οκτώ πολιτείες των ΗΠΑ, η βουλή της πολιτείας της Νότιας Αυστραλίας, η Αυστρία, η Ολλανδία, και η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών.
Η Τουρκία αρνείται με μένος την ύπαρξη γενοκτονίας, αποδίδοντας τους εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους, στις κακουχίες του πολέμου. Οι σύγχρονοι Τούρκοι στην πλειοψηφία τους έχουν πλήρη άγνοια για τα γεγονότα, παρά το γεγονός ότι κατά διαστήματα Τούρκοι ιστορικοί “τολμούν” να τα χαρακτηρίσουν ως “γενοκτονία”.
- Οι μαρτυρίες που συγκλονίζουν
Μέχρι τις μέρες μας, οι απόγονοι εκείνων που βίωσαν τη φρίκη της τουρκικής βαρβαρότητας διατηρούν άσβεστη τη φλόγα της ποντιακής κληρονομιάς τους, δίνοντας αγώνες για τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων. Η ιστορική μνήμη και η κουλτούρα των Ποντίων διατηρούνται αναλλοίωτα. Σε μεγάλο βαθμό βοηθούν σε αυτή την κατεύθυνση η ύπαρξη πολλών ποντιακών συλλόγων ανά την επικράτεια.
του Παναγιώτη Παπαϊωάννου (www.news247.gr)