Πανωφόρια

Μακρογούνι Επίσημο ένδυμα που εξυπηρετούσε ως παλτό. Πανωφόρι αστικών περιοχών. Ήταν ραμμένο σε γραμμή «Α» στον κορμό, και τα μανίκια ήταν χωρίς κουμπιά. Το μάκρος του ξεκινούσε από το λαιμό και κατέληγε στους αστράγαλους.

Το ύφασμα ήταν μάλλινο (τσόχα ή κασμίρ) σε διάφορα χρώματα, κυρίως βυσσινί, καφέ, μπλε και μαύρο. Η επένδυσή του ήταν εσωτερικά από γούνα αρκούδας για να προφυλάσσει από το κρύο. Εξωτερικά για λόγους προστασίας από το κρύο αλλά και για λόγους καλαισθησίας χρησιμοποιούσαν γούνα αλεπούς, κάθετα στα δύο ανοίγματα εμπρός. Το φορούσαν σε όλη τη Μ. Ασία από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε διάφορες παραλλαγές.

Κοντογούνι Πανωφόρι από βελούδινο ύφασμα. Το συναντάμε σε δύο μήκη. Το ένα μήκος ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στη μέση και το άλλο μήκος ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στους γοφούς. Σε αντίθεση με το μακρογούνι ήταν ραμμένο σε ίσια γραμμή στον κορμό και στα μανίκια. Χρησιμοποιούσαν βελούδο Γερμανίας σε χρώματα κυρίως δαμασκηνί, μπλε, μαύρο και κυπαρισσί. Ήταν ανοιχτό μπροστά, χωρίς κουμπιά, και τα τελειώματα στα μανίκια και τη μέση ήταν κεντημένα με χρυσό κορδόνι. Εσωτερικά ήταν επενδυμένο από ύφασμα ατλάζι (είδος μεταξιού) ή από κάμποτο. Εξωτερικά γύρω από το λαιμό στόλιζαν το κοντογούνι με γούνα αλεπούς.

Κατιφέ Βελούδινο ζακέτο. Η λέξη κατιφέ είναι γαλλική και σημαίνει βελούδο. Έτσι υιοθετήθηκε και στον Πόντο. Το μάκρος του ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στη μέση. Χρησιμοποιούσαν βελούδο Γερμανίας ή Γαλλίας σε χρώμα δαμασκηνί, κυπαρισσί, μαύρο και μπλε. Ήταν κεντημένο στο λαιμό, στη μέση, στο στήθος και τα μανίκια, με χρυσό συρμάτινο κορδόνι. Το κέντημα είχε φάρδος 5 εκ. Κάτω από τη μασχάλη υπήρχε σχέδιο κεντημένο το οποίο ονόμαζαν καντίλ ή κεντίλ επειδή σχημάτιζε καντήλα. Το κατιφέ σχεδίαζαν και κεντούσαν ειδικοί «τερζίδες» (ράφτες). Ήταν απαραίτητο στη νυφική ενδυμασία αλλά και στην ενδυμασία νεαρών κοριτσιών.

Τσόχα Πανωφόρι καθημερινής χρήσης. Υπήρχε η γυναικεία και η αντρική. Η τσόχα συνήθως ήταν χωρίς επένδυση, και την κατασκεύαζαν από χοντρό μάλλινο ύφασμα – κυρίως σκουρόχρωμο. Η γυναικεία τσόχα υπήρχε σε δύο τύπους. Στην πρώτη περίπτωση το μάκρος ξεκινούσε από το λαιμό και κατέληγε στους γοφούς, ενώ στη δεύτερη περίπτωση το μάκρος έφτανε στη μέση της γάμπας. Κούμπωνε στο πλάι, και επάνω υπήρχε ένας μικρός όρθιος γιακάς.

Σαλταμάρκα ή πόλκα ή κοντές Ορολογίες που συναντούμε σε διάφορες περιοχές του Πόντου. Κοντό πανωφόρι που ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στη μέση. Στη μία περίπτωση ήταν ραμμένο σε ίσια γραμμή στα μανίκια και στη μέση. Το ύφασμά του ήταν από τσόχα ή κασμίρ σε διάφορα χρώματα (καφέ, πράσινο, μαύρο και μπλε) και ήταν ανοιχτό μπροστά, με ή χωρίς γιακά. Το εσωτερικό του ήταν επενδυμένο με ριγωτό ή μονόχρωμο ύφασμα από κάνναβη και είχε εσωτερικές τσέπες δεξιά και αριστερά. Περιμετρικά ήταν κεντημένο με δύο σειρές κορδόνι. Στην άλλη περίπτωση ήταν ραμμένο σε ίσια γραμμή στη μέση αλλά τα μανίκια του σχημάτιζαν μανσέτες που κούμπωναν με κόμψες από ύφασμα ριγωτό σε διάφορα χρώματα, μετάξι κρουστό. Μπροστά είχε κουμπιά φτιαγμένα με γαϊτάνι. Στα τελειώματα του γιακά και των μανικιών είχε κεντημένο κορδόνι.

Σαλ Ήταν το σάλι που έβαζαν στους ώμους οι γυναίκες. Το κατασκεύαζαν οι ίδιες από μαλλί κατσίκας. Το συναντούμε σε τρίγωνο ή τετράγωνο σχήμα, το οποίο δίπλωναν στη μέση. Στις άκρες υπήρχαν μικρά πισκούλια(φούντες).

Λιπατέ Παλτό καθημερινής χρήσης. Το ύφασμα ήταν βαμβακερό καπιτονέ (γαζιά κάθετα και οριζόντια) σε διάφορους χρωματισμούς. Ραμμένη σε ίσια γραμμή με μακριά μανίκια, ανοιχτή μπροστά, με στενό γιακά χωρίς κουμπιά.

 

You might also like

This website uses cookies to improve your experience. We'll assume you're ok with this, but you can opt-out if you wish. Accept Read More